Ήπιος, μειλίχιος, προσηνής, ευπροσήγορος, συγκαταβατικός. Χωρίς ίχνος υπεροψίας. Ούτε υποψία οίησης. Δίχως την παραμικρή αλαζονεία. Ένας, εξωτερικά τουλάχιστον, αγνώριστος Αλέξης Τσίπρας έκανε το βράδυ της Τρίτης την εμφάνισή του στα στούντιο της δημόσιας τηλεόρασης.

Η μεταμόρφωσή του, όπως αποτυπωνόταν και στο θλιμμένο ύφος που ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, υπήρξε αξιοπρόσεκτη. Σε βαθμό που νόμιζε κανείς ότι ο φιλοξενούμενος της ΕΡΤ δεν είχε καμία σχέση με τον πολιτικό ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν κραύγαζε από τα μπαλκόνια το χουλιγκανικής προέλευσης «άντε γεια» προς τους αντιπάλους του. Και ούτε θύμιζε εκείνον που πριν από λίγους μήνες απευθυνόταν στους βουλευτές και επιτακτικά απαιτούσε: «Καθίστε κάτω, τώρα θα τα ακούσετε, τώρα μιλάει ο πρωθυπουργός της χώρας».

Από μια πρώτη «ανάγνωση» της εικόνας του, ο τηλεθεατής έμενε με την εντύπωση ότι παρακολουθούσε στην οθόνη του έναν Ευρωπαίο πολιτικό, ο οποίος επιθυμούσε να κερδίσει το ακροατήριο του με τα επιχειρήματά του. Και, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να καταφύγει στην τοξική πόλωση και στον διχασμό του «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ούτε να κομπορρημονεί «δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσουν ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.

Ανοίγοντας, ωστόσο, τον ήχο και εμβαθύνοντας στα λεγόμενά του, εύκολα διέκρινε κανείς ότι η εικόνα ήταν παραπλανητική. Μπορεί αναφερόμενος στη συντριβή που υπέστη να προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», πλην, όμως, το τριπλό πάθημα που υπέστη στις ισάριθμες –ευρωπαϊκές, περιφερειακές και δημοτικές- κάλπες δεν φάνηκε να του έγινε μάθημα.

Αντί της απαιτούμενης γενναίας παραδοχής των λαθών του ίδιου και της κυβέρνησής του, επέμεινε στο γνωστό λαϊκίστικο παιχνίδι με τους αριθμούς που απευθύνεται σε ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν σύνθετες σκέψεις και αρέσκονται να καταπίνουν αμάσητη την εύπεπτη προπαγάνδα που περικλείεται σε απλοϊκά σχήματα με τους «καλούς», που είναι πάντα οι «δικοί μας», και τους «κακούς» που είναι οι «άλλοι».

Ο κ. Τσίπρας, για παράδειγμα, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την ηχηρή αποδοκιμασία της πολιτικής του από τη μεσαία τάξη ισχυρίστηκε ότι το 83% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσής της «επιβλήθηκε από αυτούς που σήμερα παρουσιάζονται ως δήθεν λυτρωτές της». Ακόμη, όμως, και αν ήταν τυπικά αληθής ο ισχυρισμός του, είναι θρασύτατη εξαπάτηση να υποστηρίζει κάποιος ότι το επιπλέον 17% μπορεί να συγκριθεί με το προηγούμενο 83%.

Διότι, δεν χρειάζεται καν να είσαι… μηχανικός, όπως θύμισε, χωρίς ειρωνική διάθεση, στον κ. Τσίπρα ο συνομιλητής του, για να αντιληφθείς ότι η νέα επιβάρυνση λειτουργεί απολύτως προσθετικά. Και, άρα, αν οι προηγούμενοι ευθύνονται, όντως, για το 83% της επιβάρυνσης, εκείνοι που τους διαδέχθηκαν ευθύνονται, αναμφίβολα, για το 100% που πληρώνουν τώρα τα φτωχοποιημένα μεσαία στρώματα.

Είναι το ίδιο ακριβώς που ισχύει με τις συντάξεις για τις οποίες οι ιθύνοντες της απερχόμενης κυβέρνησης προσπαθούν να αντικρούσουν την κριτική για τη συρρίκνωσή τους με τον ισχυρισμό «οι άλλοι τις είχαν κόψει δώδεκα φορές». Ακόμη και αν οι ίδιοι τις έκοψαν μόνον μια φορά, η ευθύνη που τους βαρύνει επεκτείνεται στις 13 περικοπές.

Δεν είναι, πάντως, μόνον το προπαγανδιστικό παιχνίδι με τους αριθμούς, το οποίο δείχνει ότι ο κ. Τσίπρας δεν πήρε τα μηνύματα της κοινωνίας. Και, εξ αυτού, μάλλον ματαίως θα περιμένει στην κάλπη της 7ης Ιουλίου το ένα εκατομμύριο των επιπλέον ψηφοφόρων που, με τη μέθοδο του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο», υπολογίζει να προσελκύσει: «600.000 που ψήφισαν στις εκλογές του 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν πήγαν στην κάλπη τώρα για να τον τιμωρήσουν», καθώς «και άλλες 400.000 από όσους επέλεξαν τώρα μικρότερα κόμματα».

Είναι, πολύ περισσότερο, που δεν θέλει και δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι μεταξύ εκείνων που πλήρωσε η κυβέρνησή του στις κάλπες ήταν ο ασελγής τρόπος με τον οποίο, προεξάρχοντος του ιδίου του κ. Τσίπρα, συμπεριφέρθηκαν –και εξακολουθούν να συμπεριφέρονται- τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προς τους θεσμούς της ελληνικής Δημοκρατίας.

Η εμμονική προσπάθεια ελέγχου και ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, ο διαρκής ευτελισμός του Κοινοβουλίου, η συνεχής καταρράκωση κάθε έννοιας αξιοκρατίας, η ακραία αποθέωση του ρουσφετολογικού νταλαβεριού, είναι μερικές μόνον από τις παθογένειες της ελληνικής δημόσιας ζωής, που μπορεί να ίσχυσαν σχεδόν σε όλες τις προηγούμενες περιόδους, ποτέ, όμως, σε τέτοια ένταση και με τόσο αναίσχυντο τρόπο.

Με πρωτοφανή τερτίπια, που τους καθιστούν καταγέλαστους στα μάτια της συντριπτικής πλειονότητας, παρέτειναν την προεκλογική περίοδο αποσκοπώντας αποκλειστικά και μόνο σε ρουσφετολογικές διευθετήσεις και αδιαφορώντας για το αποδεδειγμένα αρνητικό αποτέλεσμα που έχουν στην κάλπη τέτοιες ενέργειες.

Γι΄ αυτό και στο ερώτημα «υπάρχει άλλος Τσίπρας;» που ενδεχομένως να απασχόλησε όσους είδαν τη συνέντευξή του στο προστατευμένο περιβάλλον της ΕΡΤ, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Όπως, εξάλλου, λέει η αγγλοσαξονική ρήση «Υou can’t teach an old dog new tricks». Που ελληνιστί αποδίδεται με το «δεν μπορείς να μάθεις καινούργια κόλπα σε ένα γέρικο σκυλί».

Και, κακά τα ψέματα, όπως έδειξαν ευρύτερα η ετυμηγορία της κάλπης και ειδικότερα οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες γενιές, ο Αλέξης Τσίπρας, παρά την ηλικία του, μοιάζει με ένα «γερασμένο σκυλί» της πολιτικής.