Σπεύδουν ορισμένοι να προεξοφλήσουν τις επερχόμενες εξελίξεις που θεωρούν ότι θα κινηθούν ευθύγραμμα και δεν θα επηρεαστούν από όσα δραματικά επισυνέβησαν το τελευταίο -πυκνό σε γεγονότα- δεκαπενθήμερο, όπως και όσα προοιωνίζονται οι αποφάσεις που ελήφθησαν ή θα φέρουν αστάθμητοι παράγοντες που ενδεχομένως ούτε να τους υποψιαστούμε μπορούμε στην παρούσα, πολύπλοκη από κάθε άποψη, περίοδο που διανύουμε.

Στην πολιτική τίποτε δεν είναι τελεσίδικο, όπως καλά γνωρίζουν ακόμη και όσοι δεν ενστερνίζονται την άποψη του Βρετανού πρωθυπουργού της μεταπολεμικής περιόδου Χάρολντ Γουίλσον ότι «μια εβδομάδα στην πολιτική είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα», άποψη που εκφράστηκε σε μια εποχή που αναμφίβολα ο κόσμος κινούνταν πολύ πιο αργά και οι άνθρωποι ούτε που μπορούσαν να διανοηθούν ότι οι συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου μιας μικρομεσαίας χώρας του πλανήτη, όπως είναι η Ελλάδα, θα αποτελούσε παγκόσμιο θέαμα σε απευθείας μετάδοση.

Μας χωρίζουν μόλις δύο εβδομάδες από το διαβόητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται γύρω μας σε τίποτε δεν θυμίζει τη διθυραμβική ατμόσφαιρα που προκάλεσε το αποτέλεσμα του σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης που πίστεψε, επειδή έτσι ήθελε ή έτσι τον έπεισαν, ότι με την επικράτηση του «Όχι» θα λυνόταν δια μιας όλα τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα, θα εξαφανιζόταν τα μνημόνια και θα άνοιγαν οι ουρανοί για να… βρέξουν χρήματα.

Στο διάστημα που μεσολάβησε, το ελληνικό Κοινοβούλιο παρέσχε κατ΄ αρχήν στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα την εξουσιοδότηση να ανατρέψει το δημοψηφισματικό «Όχι» και να κάνει αυτό που εξ αρχής είχε υποχρέωση, δηλαδή να αναλάβει τις ευθύνες του και να καταλήξει σε συμβιβασμό με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για την παραμονή σε ευρωπαϊκή τροχιά.

Ακολούθησε η «ιστορική» Δευτέρα 12 Ιουλίου κατά την οποία ο κ. Τσίπρας έκανε, επιτέλους, εκείνο που αρνιόταν επί σχεδόν πέντε μήνες, αγόμενος και φερόμενος από απίθανους τύπους που είχε επιλέξει για συνεργάτες του, με προεξάρχοντα τον αποπεμφθέντα υπουργό Οικονομικών. Άφησε πίσω του τα παιχνίδια και έδωσε τα χέρια με τους εταίρους της χώρας, τους μοναδικούς, άλλωστε, διαθέσιμους, έστω και αν είναι με το αζημίωτο, να μας δανείσουν για να μην κάνουμε στάση πληρωμών όχι μόνο προς το εξωτερικό αλλά κυρίως προς τα εσωτερικό.

Η συνέχεια δόθηκε με την οριακή ψηφοφορία της 15ης Ιουλίου επί του πρώτου κύματος των προαπαιτούμενων για να ανοίξει ο δρόμος για το νέο πρόγραμμα που θα συνοδεύει τη δανεική σύμβαση που αιτηθήκαμε, κατά την οποίο επιβεβαιώθηκε επαυξημένο το ρήγμα στο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαφοροποίηση πλειάδας κυβερνητικών βουλευτών.

Διαφοροποίηση που δεν αποκλείεται να διευρυνθεί στην επερχόμενη νέα σκληρή δοκιμασία που συνιστά το δεύτερο κύμα μέτρων το οποίο θίγει κοινωνικές ομάδες με ισχυρή επιρροή, όπως οι αγρότες, οι θεμιστοπόλοι (δικηγόροι και δικαστές) και άλλοι.

Η απροθυμία, εξάλλου, στελεχών του μεγαλύτερου κόμματος της συμπολίτευσης να συμμετάσχουν στο κυβερνητικό σχήμα που ήταν μάλλον ένας από τους παράγοντες που υποχρέωσαν τον κ. Τσίπρα να καταφύγει σε τόσο αποκαρδιωτικές -ακόμη και για τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του- επιλογές συγκρότησης του υπουργικού του συμβουλίου, συνιστά μάλλον την πιο απτή απόδειξη ότι το πολιτικό αποθεματικό που μέχρι πρότινος διέθετε ο αρχηγός –για πόσο άραγε ακόμα;- του ΣΥΡΙΖΑ βαίνει μειούμενο με επιταχυνόμενους ρυθμούς.

Γι΄ αυτό και παρά την προσπάθεια που καταβάλει ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης να εμφανίσει εικόνα παγιωμένης πρωθυπουργικής υπεροχής, οι μέρες και οι εβδομάδες που θα ακολουθήσουν μέχρι την οριστική υπογραφή του νέου προγράμματος δεν θα είναι ανέφελες για τον κ. Τσίπρα και όσους γύρω του σχεδιάζουν έναν γρήγορο εκλογικό γύρο που θα ξαναφέρει στο Μαξίμου την ίδια ομάδα που κινεί τώρα τα νήματα.

Θα αποδειχθεί, πιθανότατα, ότι «πλανώνται πλάνην οικτρά» αν θεωρούν ότι οι πρόωρες κάλπες θα γίνουν σε ανάλογο με το σημερινό κλίμα, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη θετική ψήφο που δίνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης στα μέτρα που εισηγείται η κυβέρνηση, καλύπτοντας, έτσι, τις απώλειες που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα στελέχη του καταφεύγουν στην παγκόσμια παραδοξότητα που συνιστά ο ισχυρισμός του τέως υπουργού Παναγιώτη Λαφαζάνη σύμφωνα με τον οποίο «καταψηφίζουμε το μνημόνιο και στηρίζουμε την κυβέρνηση».

Οι αποστάσεις που μάλλον εσκεμμένα τηρεί η αντιπολίτευση από τον φόβο μήπως ο κ. Τσίπρας δεν αντέξει και επιχειρήσει… ηρωική έξοδο από του Μαξίμου προτού να υπογράψει το νέο πρόγραμμα δεν θα διαρκέσουν για πολύ ακόμη. Η πρωθυπουργική επιλογή, άλλωστε, να πορευθεί ως επικεφαλής κυβέρνησης μειοψηφίας, δίνει έρεισμα στην εκτίμηση όσων από το στελεχιακό δυναμικό της αντιπολίτευσης υποστηρίζουν ότι «το κόστος μιας –υποτίθεται- ανανεωμένης κυβέρνησης με πρόσωπα όπως ο Χαϊκάλης, ο Πολλάκης ή ο Βερναρδάκης μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί εξίσου βαρύ με το τίμημα που πληρώνει η χώρα από τα έργα και τις ημέρες της Βαλαβάνη και, πολύ περισσότερο, του Βαρουφάκη».

Το μόνο βέβαιο στην από κάθε άποψη αβέβαιη περίοδο που ζούμε είναι ότι τα «υλικά» που απαρτίζουν την κυβέρνηση που σχημάτισε ο κ. Τσίπρας, την καθιστούν εξ ορισμού θνησιγενή.

Γι΄ αυτό και –ας μου επιτραπεί η πρόβλεψη ότι- οι μέρες αυτής της κυβέρνησης θα είναι μετρημένες. Και πολύ γρήγορα θα χρειαστεί να δώσει τη θέση της σε μιαν άλλη κυβέρνηση, που θα είναι είτε «υπηρεσιακή» για να πάει τη χώρα στις εκλογές είτε «οικουμενική» για να δώσει τη μάχη για την έξοδο από την κρίση.