Ένα πολυνομοσχέδιο με πανσπερμία άσχετων μεταξύ τους διατάξεων, ένα κατεπείγον νομοσχέδιο που ψηφίστηκε άρον – άρον με αποτέλεσμα από την επομένη μέρα να χρειάζεται αλλαγές και μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου – «αχταρμάς» για να διορθωθούν ημαρτημένα και να καλυφθούν «τρύπες», είναι τα μοναδικά στοιχεία που συνθέτουν το μέχρι στιγμής νομοθετικό έργο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.

Μοιάζει με απόλυτη ειρωνεία, αλλά αποτελεί απτή πραγματικότητα ότι η συνεισφορά της δίμηνης -«πρώτη φορά Αριστερά» με ολίγη (;) από… Ακροδεξιά- διακυβέρνησης εξαντλείται σε τρία στοιχεία από εκείνα που, τόσο κατά τις προεκλογικές υποσχέσεις όσο και κατά τις μετεκλογικές εξαγγελίες, αποκλειόταν με κάθε κατηγορηματικότητα ότι θα συμβούν μετά τις 25 Ιανουαρίου. Και σα από φάρσα όχι μόνον συνέβησαν, αλλά συνέβησαν μόνον αυτά και τίποτε άλλο.

Πέρα, όμως, από τους ανέξοδους βερμπαλισμούς του πρόσφατου αλλά και του παλαιότερου παρελθόντος, δεν είναι δα και… προς θάνατον αυτές οι -μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας- θεσμικές παρεκτροπές. Όταν μια χώρα βρίσκεται υπό τις έκτακτες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η Ελλάδα, ιδίως τους τελευταίους μήνες και περισσότερο τούτες τις τελευταίες εβδομάδες που το μαρτύριο της σταγόνας με τη ρευστότητα του δημοσίου και των τραπεζών κορυφώνεται, όλα μπορεί να επιτραπούν.

Αν παραβλέψει κανείς ότι φαινόμενα αυτού του είδους μαρτυρούν παντελή έλλειψη ουσιαστικής προγραμματικής προετοιμασίας, κατά τα λοιπά, και τα πολυνομοσχέδια δικαιολογούνται και τα επείγοντα νομοσχέδια μπορεί να συγχωρεθούν. Ακόμη και οι… επάρατες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου μπορεί να γίνουν ανεκτές.

Αντιθέτως, εκείνο που δεν δικαιολογείται, δεν γίνεται ανεκτό και, πιθανότατα, δεν θα συγχωρεθεί στους σημερινούς κυβερνώντες, είναι η παραπλάνηση που επιχειρείται με τη μεθοδευμένη άρνηση να πάνε προς ψήφιση στη Βουλή την περιβόητη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου την οποία συνομολόγησαν με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για να παραταθεί το προηγούμενο πρόγραμμα και να ανοίξει ο δρόμος ώστε να εκταμιευθούν τα χρήματα που είναι απολύτως απαραίτητα για να συνεχίσει να διατηρείται στη ζωή η ελληνική οικονομία.

Η προσπάθεια να παρακαμφθεί το Κοινοβούλιο με μια ολιγόλεπτη προσχηματική συζήτηση, δεν ανταποκρίνεται στην κρισιμότητα των στιγμών. Και, επίσης, δεν αντιστοιχεί στην απαίτηση για σεβασμό των θεσμών αλλά και της λαϊκής ετυμηγορίας η οποία καταδίκασε τους προηγούμενους και έδωσε την εξουσία στους σημερινούς κυβερνώντες.

Αν, όντως, είναι πεπεισμένοι ότι έπραξαν και εξακολουθούν να πράττουν το σωστό, αν θεωρούν ότι διαπραγματεύτηκαν και συνεχίζουν να διαπραγματεύονται επ΄ ωφελεία του δημοσίου συμφέροντος, δεν μπορούν να παίζουν «κρυφτούλι» με την ελληνική Βουλή και συνακόλουθα με τον ελληνικό λαό, του οποίου υποτίθεται ότι επιζητούν τη στήριξη σε ευρύτερη κλίμακα από το ποσοστό εκείνων που τους ψήφισαν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.

Πώς, αλήθεια, περιμένουν να πείσουν τους ψηφοφόρους, τους δικούς τους, αλλά και τους άλλους, αν αποφεύγουν τη Βουλή επειδή εκτιμούν ότι δεν μπορούν να πείσουν τους κυβερνητικούς βουλευτές; Και στο τέλος – τέλος για πόσο θα μπορεί να συμβαίνει αυτό; Αργά ή γρήγορα, όλα μαζί ή χωριστά, τα συμφωνημένα με τους εταίρους και δανειστές της χώρας θα πρέπει με κάποιον τρόπο –πολυνομοσχέδιο, κατεπείγον νομοσχέδιο ή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου- να πάρουν τη μορφή νομοθετικής πρωτοβουλίας και να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο.

Τί θα αλλάξει, άραγε, με την καθυστέρηση που παίζουν ή με τις ασάφειες που συντηρούν;

Μέχρι στιγμής το μόνο που αλλάζει -και αλλάζει επί τα χείρω- είναι οι ήδη άσχημες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας η οποία κινδυνεύει ανά πάσα με ξαφνικό θάνατο ως αποτέλεσμα της σχεδόν απόλυτης πιστωτικής ασφυξίας που μας έχουν επιβάλει οι Ευρωπαίοι εταίροι. Και που, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο η ελληνική κυβέρνηση δεν παραδέχεται στο εσωτερικό της χώρας εκείνα που με βούλες και υπογραφές έχει συνομολογήσει στο εξωτερικό. Εκείνα, έστω, που αναγνώρισε δημοσίως ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν βρέθηκε ενώπιος ενωπία με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.

Η κολοβή, έστω, συζήτηση που με χίλια βάσανα αποφάσισε η κυβέρνηση να γίνει στη Βουλή μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να ειπωθούν τα πράγματα όπως πραγματικά έχουν. Και όχι όπως θα θέλαμε να έχουν ο καθένας από μας και προπάντων οι κυβερνώντες. Τώρα είναι η ώρα να ακουστούν οι αλήθειες. Και να διαλυθούν οι πολύχρονες αυταπάτες. Για το που πραγματικά βρισκόμαστε. Και που πάμε.

Γιατί τα ψέματα δεν είναι μόνον ότι έχουν κοντά ποδάρια. Είναι και που πλέον κοστίζουν ακριβά.