Ένας από τους πλέον προσφιλείς μύθους που κατατρύχει την πολιτική μας ζωή είναι η φημολογία για τις «μυστικές δημοσκοπήσεις».
Σε προεκλογικές περιόδους, αλλά όχι μόνο, οι διαδόσεις για το περιεχόμενο «μυστικών» μετρήσεων που γνώση των ευρημάτων τους έχουν μόνον λίγοι και εκλεκτοί, δίνουν και παίρνουν.

Προκειμένου, μάλιστα, να προκληθεί μεγαλύτερη εντύπωση, η διακίνηση των σχετικών φημών συνοδεύεται και από ισχυρισμούς ότι «πηγή» των ερευνών με τα… απόκρυφα στοιχεία είναι ξένες πρεσβείες, κατά προτίμηση η αμερικανική, αλλά και η βρετανική που αυξάνουν σημαντικά το… σασπένς που δημιουργεί η μετάδοση τέτοιων «πληροφοριών».

Το φαινόμενο δεν είναι τωρινό. Είναι μάλλον παλαιό. Τόσο παλαιό όσο και οι δημοσκοπήσεις που διενεργούνται στη χώρα μας. Ενδεχομένως, δε, να μην είναι άσχετο με το γεγονός ότι οι πρώτες σφυγμομετρήσεις στην Ελλάδα έγιναν με καθοδήγηση από το εξωτερικό.

H αρχή έγινε από τη Συμμαχική Αποστολή Παρατηρητών των Ελληνικών Εκλογών (Allied Mission for Observing the Greek Elections), γνωστή ως AMFOGE, που δημιουργήθηκε στα τέλη του 1945 για να επιβλέψει την εγκυρότητα των πρώτων μεταπολεμικών βουλευτικών εκλογών του 1946, όπως και το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό ζήτημα (επαναφορά της βασιλείας) που ακολούθησε πέντε μήνες αργότερα.

Η AMFOGE, που αποτελούνταν από 1.155 Αμερικανούς, Βρετανούς και Γάλλους, οι οποίοι είχαν απλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια, πραγματοποίησε έξι δειγματοληπτικές έρευνες για να διερευνήσει την εγκυρότητα των εκλογικών καταλόγων, τις καταγγελίες για παραβιάσεις της εκλογικής νομοθεσίας, τις συνθήκες διεξαγωγής της ψηφοφορίας, την αξιοπιστία του εκλογικού αποτελέσματος, καθώς και το μέγεθος της αποχής που ως γνωστόν είχε κηρύξει η Αριστερά στην εκλογική αναμέτρηση της 31ης Μαρτίου 1946.

Από τότε, ωστόσο, που εγκαταστάθηκε για μερικούς μήνες στην Ελλάδα η εν λόγω πολυπληθέστατη Συμμαχική Αποστολή, η οποία διέθετε τον δικό της μηχανισμό διενέργειας δειγματοληπτικών μετρήσεων, ποτέ άλλοτε δεν κατέστη δυνατό να επαναληφθεί ένα ανάλογο εγχείρημα.

Έτσι, μια δεκαετία αργότερα, στις αρχές του 1957, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλησε να διερευνήσει τη στάση των Ελλήνων έναντι της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ, στο οποίο επρόκειτο να ενταχθεί η Ελλάδα, ανέθεσε τη διενέργεια της πρώτης ουσιαστικά πολιτικής δημοσκόπησης στη χώρα μας σε εγχώρια εταιρία: την Ανώνυμη Διαφημιστική Ελλάδας (ΑΔΕΛ) που είχε ελληνική ιδιοκτησία.

Η εξήγηση πίσω από αυτή την τακτική, που παγιοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια, είναι προφανής: η διεξαγωγή σφυγμομετρήσεων από ξένες κυβερνήσεις στην Ελλάδα είναι από ανέφικτη έως ασύμφορη. Ανέφικτη γιατί δεν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν τα ερωτηματολόγια του δείγματος εκ του μακρόθεν, ακόμη και αν είναι τηλεφωνική η έρευνα, όπως οι περισσότερες στις μέρες μας. Και ασύμφορη επειδή το κόστος της ανάθεσης των μετρήσεων στις εγχώριες εταιρίες που ειδικεύονται σε αυτόν τον τομέα και διαθέτουν και τον σχετικό μηχανισμό είναι καταφανώς πολύ μικρότερο.

Φανταστείτε μόνον αν ο ερευνητής που τηλεφωνεί για να πληροφορηθεί την πρόθεση ψήφου ενός Έλληνα μιλά αγγλικά. Αν τώρα που οι ερευνητές είναι Έλληνες, λέγεται ότι έχουμε υψηλά ποσοστά άρνησης ανταπόκρισης, απόκρυψης πραγματικής πρόθεσης ή παραπλανητικών απαντήσεων, ας αναλογιστεί ο καθένας την αξιοπιστία που θα είχαν μετρήσεις που θα γίνονταν από το εξωτερικό.

Οι αυτονόητες, ωστόσο, παραδοχές αυτού του είδους, ουδόλως εμποδίζουν τη συνωμοσιολογικών διαστάσεων μυθολογία για τις «μυστικές δημοσκοπήσεις» που συνήθως λανσάρεται από όσους δεν βολεύονται με τα πραγματικά ευρήματα των εκάστοτε μετρήσεων.

Καθώς, λοιπόν, μπαίνουμε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές, ας ξεκαθαρίσουμε ορισμένα απλά και χρήσιμα πράγματα που μας διδάσκει η εμπειρία των πολλών τελευταίων χρόνων:

*Πρώτον, όλες οι μετρήσεις που παραγγέλλονται στη χώρα μας από κόμματα, μέσα ενημέρωσης, επιχειρηματίες ή ξένες διπλωματικές αποστολές με σκοπό να διαγνώσουν και να αποτυπώσουν την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά των συμπατριωτών μας διεξάγονται λίγο πολύ από τις ίδιες εταιρίες που το μεγαλύτερο πρόβλημα τους είναι μάλλον ότι είναι δυσανάλογα πολλές σε σχέση με την εγχώρια «αγορά».

*Δεύτερον, οι μόνες δημοσκοπήσεις που μένουν «μυστικές» είναι όσες εκείνος ο οποίος τις έχει παραγγείλει δεν βολεύεται από τα ευρήματά τους και άρα δεν θέλει να δουν το φως της δημοσιότητας.

*Τρίτον, όταν ακούμε κυβερνητικούς ή άλλους αξιωματούχους να επιτίθενται κατά των δημοσκοπήσεων και των δημοσκόπων, εμείς όλοι θα καταλαβαίνουμε ότι οι καταγγέλλοντες έχουν περιέλθει σε δυσχερή θέση από τα ευρήματά τους.

Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα από το απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τις δημοσκοπήσεις υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών που έλεγε ότι διέθετε το περασμένο καλοκαίρι ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, χωρίς ποτέ να τις εμφανίσει.

Και, βεβαίως, αναλογιστείτε γιατί ο Αλέξης Τσίπρας που στο παρελθόν επικαλούνταν τις δημοσκοπήσεις για να ζητήσει την παραίτηση των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Σαμαρά, τώρα βάλει με μένος συλλήβδην κατά των δημοσκόπων.

Η αλήθεια είναι ότι οι σημερινοί κυβερνώντες δεν είναι οι πρώτοι διδάξαντες τις μεθόδους της πολιτικής ψευδολογίας, που στις μέρες μας συνοπτικά αποκαλούνται «fake news». Αποδείχθηκαν, όμως, μέσα σε μια τετραετία ως οι πλέον προσηλωμένοι και επίμονοι διακινητές τους, που δεν διστάζουν να αρνούνται την πραγματικότητα των αριθμών επικαλούμενοι το… «πολιτικό ένστικτό» τους.

Οπότε, όταν ακούμε για «μυστικές δημοσκοπήσεις», που είναι βέβαιο ότι θα κατακλύσουν την πολιτική «πιάτσα» όσο θα οδεύουμε προς τις κάλπες, ας έχουμε το νου μας. Τρία απλά ερωτήματα, μπορεί να μας λύσουν πολλές απορίες: ποιος τις έκανε, πότε και για ποιόν.