Η ψήφος των Ελλήνων που διαμένουν στο εξωτερικό αποτελεί το πρώτο βήμα για να δρομολογηθεί η νέα αντίληψη για την αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων που επιθυμεί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με στόχο, όπως λένε συνεργάτες του, «να επικρατήσει στο πολιτικό γίγνεσθαι η μετριοπάθεια» και «να εμπεδωθεί η κουλτούρα του διαλόγου και της διακομματικής συνεννόησης για όλα τα μείζονα θεσμικά ζητήματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον της χώρας».

Επιμένοντας στο κεντρώο προφίλ, το οποίο καλλιεργεί επιμελώς από την πρώτη μέρα που βρέθηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται αποφασισμένος να κινείται και να δρα με απόλυτα συναινετικό πνεύμα. Κάτι που, όπως εκμυστηρεύεται σε συνομιλητές του, θεωρεί ότι «συνιστά προϋπόθεση για την αναγκαία πολιτική σταθερότητα», η οποία με τη σειρά της «αποτελεί συστατικό στοιχείο για να ξεφύγει η χώρα από την παγίδα της δεκαετούς κρίσης και να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα».

Με αυτόν τον γνώμονα ο πρωθυπουργός εκπέμπει, τόσο στο εγχώριο πεδίο όσο και στο διεθνές στερέωμα, το στίγμα της ριζικής αλλαγής στις αντιλήψεις που επικράτησαν στα χρόνια της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια των επαφών τις οποίες είχε τις προηγούμενες ημέρες στις Βρυξέλλες, κατά την πρώτη του συμμετοχή σε Σύνοδο Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών, επισήμαινε σε κάθε ευκαιρία τη διάθεσή του να συστήσει την Ελλάδα ως μια χώρα που αφήνει πίσω της την κρίση. Και την ίδια ώρα καλούσε τους συνδαιτυμόνες του να αναγνωρίσουν τη σημασία που έχει το ότι «ένα μετριοπαθές κεντροδεξιό κόμμα κατάφερε να νικήσει τον λαϊκισμό».

Προς την ίδια κατεύθυνση ο πρωθυπουργός στην πρώτη μετεκλογική συνέντευξη που παραχώρησε (την περασμένη Δευτέρα στον ΑΝΤ1) περιέλαβε στον απολογισμό των πρώτων 100 ημερών της κυβέρνησής του τη διαπίστωση ότι «έχει χαμηλώσει το επίπεδο της πολιτικής έντασης», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα στις συναντήσεις τις οποίες έκανε με τους πολιτικούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης να μην υπάρχει «καμία αμηχανία». Αντιθέτως, όπως μαρτυρείται από πολλές πλευρές, σε όλες τις επαφές επικράτησε θετική ατμόσφαιρα, τέτοια που «σχεδόν σε τίποτα δεν θύμιζε ανάλογα τετ α τετ του πρόσφατου παρελθόντος».

Δίαυλος επικοινωνίας

Συνεργάτες του πρωθυπουργού αποδίδουν τη διαφοροποίηση αυτή στη «συνεπή στάση με την οποία η κυβέρνηση επιδιώκει τη συνεννόηση». Ο κ. Μητσοτάκης, μάλιστα, αποκάλυψε στην προαναφερθείσα συνέντευξή του την ύπαρξη διαύλου επικοινωνίας ανάμεσα στον ίδιο και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα.

«Δίαυλος επικοινωνίας προφανώς υπάρχει και πρέπει να υπάρχει και με τον κ. Τσίπρα και με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς», ανέφερε ο πρωθυπουργός. «Αν υπάρχει συνεννόηση αυτό είναι κάτι που θα το δούμε», συμπλήρωσε, ευχόμενος ταυτόχρονα να βρεθεί σύνθεση σε σημαντικά ζητήματα, όπως είναι η δυνατότητα να ψηφίζουν οι Ελληνες που κατοικούν στο εξωτερικό από τον μόνιμο τόπο διαμονής τους.

Κυβερνητικοί επιτελείς εξηγούσαν στο «ΘΕΜΑ» ότι η επισήμανση του πρωθυπουργού περιέγραφε τις «ad hoc επαφές οι οποίες έγιναν εν όψει των συναντήσεων με τους πολιτικούς αρχηγούς», όπως και τις διαβουλεύσεις του υπουργού Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκου με εκπροσώπους των κομμάτων της αντιπολίτευσης τόσο πριν όσο και μετά τις συναντήσεις των πολιτικών αρχηγών.

Δεν είναι εξάλλου άσχετη με τη βούληση για την αποκλιμάκωση της πολιτικής έντασης η επιλογή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ. να αφήσει τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα έξω από το κάδρο των υπευθύνων για την ενορχηστρωμένη ενοχοποίηση αντιπάλων της προηγούμενης κυβέρνησης με αφορμή το σκάνδαλο της Novartis.

«Για εμένα οι πολιτικές διαφορές σε επίπεδο υποψήφιων πρωθυπουργών λύνονται στην κάλπη, δεν λύνονται στα δικαστήρια», είναι η θέση που διατύπωσε ο κ. Μητσοτάκης. «Και εύχομαι ποτέ να μη βρεθεί κανείς στη θέση να πρέπει να διαχειριστεί μία υπόθεση όπου θα στείλει τον πολιτικό του αντίπαλο στο δικαστήριο», συμπλήρωσε. Ενώ, εξηγώντας τον διαχωρισμό που έγινε για τον τέως αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, υποστήριξε ότι «συνέτρεχαν στοιχεία για προκαταρκτική έρευνα και τεκμηριώσαμε την άποψή μας αυτή με πολύ εμπεριστατωμένο τρόπο».

«Θα κάνουμε υποχωρήσεις»

Στην παρούσα φάση και εν όψει των κρίσιμων θεσμικού χαρακτήρα αποφάσεων που θα ληφθούν το επόμενο τρίμηνο, με αποκορύφωμα την ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης και την επιλογή του προσώπου που θα προταθεί για την Προεδρία της Δημοκρατίας, η κυβερνητική ηγεσία δείχνει διάθεση για συμβιβασμούς, προκειμένου να υπάρξει συναίνεση.

«Θα κάνουμε υποχωρήσεις», δηλώνει χωρίς περιστροφές ο πρωθυπουργός όταν ερωτάται για το θέμα της ψήφου των αποδήμων. Ο κ. Μητσοτάκης εξηγεί ότι, παρόλο που εκείνος ήθελε την επιστολική ψήφο, η κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιδράσεις, κυρίως από το ΚΚΕ, του οποίου η στάση αποτελεί κλειδί για να επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των 200 ψήφων που επιβάλλει το Σύνταγμα, είναι διατεθειμένη να κάνει υποχώρηση αποδεχόμενη η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Ελλήνων που ζουν, εργάζονται ή σπουδάζουν στο εξωτερικό να γίνεται προς το παρόν μόνο με αυτοπρόσωπη παρουσία στα προξενεία ή σε άλλους χώρους που θα επιλεγούν.

«Πρέπει να βρεθεί λύση, η οποία να αντιμετωπίζει το μείζον», είναι η θέση του πρωθυπουργού. Η μόνη κόκκινη γραμμή που προβάλλει έχει να κάνει με την ισοτιμία της ψήφου, δηλαδή να προσμετρώνται στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα και οι ψήφοι των αποδήμων.

Η πρόταση Θεοδωρικάκου

Σύμφωνα με πληροφορίες, η συνθετική πρόταση την οποία ετοιμάζει ο κ. Θεοδωρικάκος -με στόχο, όπως έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει ο πρωθυπουργός, «να ψηφιστεί όχι από 200 βουλευτές που χρειάζεται για να γίνει νόμος του κράτους, αλλά και από τους 300»- περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία:

■ Πρώτον, θα λειτουργούν εκλογικά τμήματα στα ελληνικά προξενεία του εξωτερικού ή σε άλλους χώρους που θα κριθούν κατάλληλοι ανάλογα με το ενδιαφέρον που θα εκδηλωθεί.

■ Δεύτερον, θα δοθεί η δυνατότητα επιστολικής ψήφου για όσους διαμένουν σε απομακρυσμένες περιοχές που απέχουν σημαντικά από τους χώρους όπου θα λειτουργούν τα προαναφερθέντα τμήματα.

■ Τρίτον, θα αυξηθεί ο αριθμός των βουλευτών Επικρατείας από 12 σε 15, έτσι ώστε τα κόμματα που το επιθυμούν να μπορούν να ορίζουν σε εκλόγιμες θέσεις πρόσωπα που προέρχονται από την Ομογένεια.

■ Τέταρτον, θα καθιερωθούν κάποιοι περιορισμοί -με πιθανότερη την τριακονταετία- για τον χρόνο που έχει φύγει κάποιος από τη χώρα, προκειμένου να μπορεί να ψηφίσει από τον τόπο διαμονής του.

Σε σχέση με το τελευταίο σημείο, πηγές που έχουν γνώση των διαβουλεύσεων εξηγούν ότι «εξετάζεται το ενδεχόμενο να μπει κάποιος κόφτης για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις που δημιουργούν ορισμένοι ότι μπορεί να προσέλθουν να ψηφίσουν χιλιάδες απόδημοι παλαιότερων γενεών που δεν έχουν γνώση της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας».

Αν και όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι δύσκολο να βρεθεί αντικειμενικό κριτήριο που να πιστοποιεί τον χρόνο που διαρκεί η αποδημία, πιθανότερο στοιχείο για την απόδειξη του χρόνου αποδημίας προβάλλει το συμβόλαιο αγοράς ή μίσθωσης της κατοικίας του ψηφοφόρου, ο οποίος θα υποβάλει αίτηση για να ψηφίσει από τον τόπο διαμονής του. Επίσης θα πρέπει να αποδεικνύει οικονομική σχέση με την Ελλάδα, διαθέτοντας ελληνικό ΑΦΜ ή σε περιπτώσεις φοιτητών συγγενική σχέση πρώτου βαθμού με Ελληνα φορολογούμενο.

Υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παραδέχονται τον «καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει το ΚΚΕ» και τους υποχρεώνει να βάλουν νερό στο κρασί τους τόσο στο θέμα της επιστολικής ψήφου όσο και στην καθιέρωση κόφτη. Εκτιμούν, μάλιστα, ότι η στάση του τελευταίου «δεν αποκλείεται να παρασύρει και τον ΣΥΡΙΖΑ», ο οποίος, όπως λένε, «μπορεί εντέλει να συναινέσει». Και αυτό διότι σε αντίθεση περίπτωση «κινδυνεύει με πολιτική απομόνωση», αφού είναι πολύ πιθανό τα υπόλοιπα κόμματα (Νέα Δημοκρατία, Κίνημα Αλλαγής, Ελληνική Λύση και ΜέΡΑ 25) να βρουν κοινό τόπο και μαζί με το ΚΚΕ να ξεπεράσουν τον πήχη των 200 «ναι».

Το Σύνταγμα και ο νέος Πρόεδρος

Η τυχόν θετική κατάληξη την οποία θα έχει το εγχείρημα της διακομματικής συνεννόησης στο ζήτημα της ψήφου των αποδήμων εκτιμάται από το κυβερνητικό επιτελείο ως μείζονος σημασίας, καθώς θα κρίνει και την εξέλιξη την οποία μπορεί να έχουν άλλα μεγάλα θεσμικά ζητήματα, όπως είναι το εκλογικό σύστημα των βουλευτικών εκλογών, η συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και η προεδρική εκλογή, που θα βρεθούν στο προσκήνιο το αμέσως προσεχές διάστημα.

Στο ζήτημα του εκλογικού συστήματος, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να καταργήσει την απλή αναλογική που καθιέρωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και θα εφαρμοστεί πρώτη φορά στις επόμενες εκλογές, εφόσον, όπως όλα δείχνουν, δεν εξευρεθεί πλειοψηφία 200 βουλευτών υπέρ της επαναφοράς μιας παραλλαγής του νόμου Σκανδαλίδη – Παυλόπουλου η οποία προέβλεπε μπόνους για τον σχηματισμό κυβέρνησης από το πρώτο κόμμα.

Αμετάθετος στόχος της κυβέρνησης, όπως τον έχει διακηρύξει ο κ. Μητσοτάκης και αναμένεται να αποτυπωθεί στο σχετικό νομοσχέδιο που θα εισηγηθεί το υπουργείο Εσωτερικών ως το τέλος του χρόνου, είναι να δίνεται η δυνατότητα στο κόμμα το οποίο εξασφαλίζει ποσοστό κοντά στο 40% να έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάτι που, κατά πληροφορίες, εκτιμάται ότι θα επιτυγχάνεται με την καθιέρωση μπόνους 45 εδρών.
Η κυβερνητική ηγεσία, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται τη δυσκολία που έχει η συναίνεση στην αλλαγή του εκλογικού νόμου, διατυπώνει από τώρα την πρόβλεψη ότι το 2023 θα χρειαστεί να στηθούν δύο φορές οι βουλευτικές κάλπες, καθώς την πρώτη που θα ισχύσει η απλή αναλογική δεν θα σχηματιστεί κυβέρνηση και η Βουλή θα διαλυθεί για να γίνουν νέες εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που θα ψηφιστεί τώρα.

Αντιθέτως, στο Μέγαρο Μαξίμου επενδύουν σε μια συναινετική συνταγματική αναθεώρηση, παρότι έχουν υπόψη τους ότι δυνάμεις της αντιπολίτευσης και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιδράσουν στην αλλαγή του άρθρου 34 για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να αποσυνδεθεί η διαδικασία αυτή από τη διάλυση της Βουλής. Η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να κατεβάσει τον πήχη για την εκλογή Προέδρου στους 151 βουλευτές κατά την τρίτη ψηφοφορία, διαβεβαιώνοντας, ωστόσο, συνάμα ότι δεν πρόκειται να εκλέξει μονοκομματικό Πρόεδρο.