Στην εγχώρια δημοσιότητα που δικαιολογημένα κατακλύζεται το τελευταίο από τις (υποτιθέμενες) διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους, που κάνουν αρκετούς στο εξωτερικό να δυσανασχετούν, πλην όμως προκαλούν… ρίγη ενθουσιασμού στους -γνωστούς για το… ανοιχτό και εξωστρεφές πνεύμα- Έλληνες ιεράρχες, κατάφερε και βρήκε λίγο χώρο η “ιστορία” του επιχειρηματικού εγχειρήματος ενός συμπατριώτη μας, ο οποίος αποφάσισε να αναβιώσει μια πασίγνωστη κατά το παρελθόν ελληνική εταιρική επωνυμία ηλεκτρικών συσκευών.

Από μια πρώτη άποψη πρόκειται για μια πολύ αξιέπαινη προσπάθεια. Γιατί ποιος, αλήθεια, δεν θα ενθουσιαζόταν διαβάζοντας ή ακούγοντας ότι σε καιρούς κρίσης ένα εμβληματικό ελληνικό brand name επανέρχεται για να ανταγωνιστεί τα εισαγόμενα προϊόντα, που το είχαν εξοβελίσει παλαιότερα από την εγχώρια αγορά, και -γιατί όχι- να κατακτήσει και τις αγορές των γειτονικών χωρών;

Σε μια δεύτερη, όμως, ανάγνωση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιστορίας -που τα ονόματα δεν έχουν σημασία, γιατί στόχος τούτου του σημειώματος δεν ειναι η διαφήμιση ή η δυσφήμιση της κατά τα λοιπά φιλόδοξης ετιαρικής απόπειρας- προκύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ενθουσιώδη όσο τουλάχιστον φαίνονται εκ πρώτης.

Ο επιχειρηματίας ο οποίος ανέλαβε το ρίσκο του εγχειρήματος, δεν κρύβει ότι τα προϊόντα που παράγει η επιχείρησή του και απευθύνονται στους Έλληνες καταναλωτές, κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου στην Πολωνία. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι ηλκτρικές συσκευές που διεκδικούν την προτίμησή μας, το μόνο ελληνικό που διαθέτουν είναι η… νοσταλγική επωνυμία.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, που υποχρεώνεται δηλαδή μια ελληνική επιχείρηση να εισάγει έτοιμα τα προϊόντα της από εργοστάσιο του εξωτερικού έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής, το οποίο βεβαίως επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες, ένας από τους οποίους -αλλά προφανώς όχι ο μοναδικός- είναι και το ύψος του μισθού των εργαζομένων.

Σε μια από τις συνεντεύξεις του ο ιδιοκτήτης της εταιρίας υποστήριξε ότι αν οι ίδιες συσκευές κατασευαζόταν στην Ελλάδα, η λιανική τιμή πώλησής τους θα ήταν διπλάσια από εκείνη στην οποία διατίθενται στην ελληνική αγορά οι συσκευές που παράγονται στο πολωνικό εργοστάσιο. Και άρα, το κόστος παραγωγής προϊόντων του ίδιου σήματος στην Ελλάδα είναι απαγορευτικό.

Η περίπτωση του συγκεκριμένου επιχειρηματικού εγχειρήματος δεν είναι, φυσικά, η μόνη, αφού πάμπολλες εταιρίες παράγουν τα “ελληνικά” προϊόντα τους εκτός Ελλάδος και χωρίς την παραμικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία. Αποτελεί, ωστόσο, την επιτομή της βαθιάς και γι΄ αυτό αξεπέραστης κρίσης που διατρέχει την ελληνική οικονομία και εκφράζεται με το διπλό έλλειμμα -το εμπορικό και το δημοσιονομικό- καθώς και με την υψηλή ανεργία.

Είναι ακριβώς τα χρόνια προβλήματα του ασθενικού παραγωγικού μοντέλου που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο και που παρά την παρά την πενταετή μνημονιακή μέγγενη όχι μόνον δεν περιορίστηκαν αλλά επιτάθηκαν. Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υπολόγιζαν ότι η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που μας επιβλήθηκε θα οδηγούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με μόνο απτό και ουσιώδες μέτρο τον (εύκολο στην εφαρμογή) περιορισμό των εισοδημάτων και κατά βάση εκείνων της μισθωτής εργασίας.

Στην παρούσα φάση, αν έχει κάποια αξία μια τέτοια συζήτηση είναι για να καταδείξει τον εντελώς λάθος τρόπο με τον οποίο γίνονταν και, δυστυχώς, εξακολουθούν να γίνονται οι διαβουλεύσεις, οι διαπραγματεύσεις, ακόμη και οι συγκρούσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας.

Η νέα κυβέρνηση, αντί να διδαχθεί από τα εγκληματικά λάθη των προκατόχων της, που αρνούνταν πεισματικά να κάνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και επιδίδονταν σε μικροδιευθετήσεις, όπως η μεταφορά της Δημοτικής Αστυνομία στην ΕΛ.ΑΣ. ή η χωρίς δημοσιονομικό όφελος της προκοπής πεισματική επιμονή στην απόλυση των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, καταφεύγει σε έναν ακόμη πιο σπάταλο επικοινωνιακό ακτιβισμό, επιτείνοντας τα ουσιαστικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

Αντί να αξιοποιήσει τη νεανική ορμή που την διακρίνει και το θετικό ευρωπαϊκό momentum για να απαιτήσει -σε αληθινή συμμαχία με τις χώρες του Νότου- τη χρηματοδότηση ενός γεναίου προγράμματος ενίσχυσης των επενδύσεων και καταπολέμησης της ανεργίας, η κυβέρνηση σπαταλάει κρίσιμο χρόνο και διαπραγματευτική ισχύ για ένα “πουκάμισο αδειανό”, όπως στην πραγμτικότητα είναι οι “ευφημισμοί”, οι “ασάφειες” και οι “μετονομασίες”, για τις οποίες, εξάλλου, ελάχιστοι Έλληνες ενδιαφέρονται.

Μπορεί να είναι μια κυβέρνηση μόλις σαρανταπέντε ημερών και δικαιολογημένα τα στελέχη της να υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί κανείς να έχει απαίτηση να κάνουν όσα δεν έκαναν οι προηγούμενοι, πλην, όμως, τα περισσότερα από όσα γίνονται από την επομένη των εκλογών, μαρτυρούν παντελή έλλειψη προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση που δεν μπορεί να καλυφθεί από τους επικοινωνιακούς ακτιβισμούς.

Με εξαίρεση, άλλωστε, τον τομέα της επικοινωνίας, στον οποίο η νέα κυβέρνηση παίρνει άριστα, αφού, βοηθούσης και της -παραδόξως;- θετικής προαίρεσης των μέσων ενημέρωσης, έχει επικρατήσει πλήρως των αντιπάλων της, σχεδόν παντού αλλού -από το Μεταναστευτικό και την Παιδεία έως τα δημόσια οικονομικά ή τις σχέσεις με εχθρούς και φίλους- η χώρα μοιάζει να πορεύεται χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό.