Το δίλημμα είναι αν θα πρέπει κάποιος να κλάψει με την… μαχητική υπεράσπιση της δυνατότητας να μπορεί η οποιαδήποτε μικροομάδα ατόμων να παραλύει την κοινωνική και εμπορική ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας ή να γελάσει με τους αστείους και παντελώς αναντίστοιχους με την πραγματικότητα ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με… χουντικής έμπνευσης νομοσχέδιο που θέτει τάχατες στον… «γύψο» το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι.

Το άρθρο 11 του Συντάγματος το οποίο ισχύει από το 1975 και ουδείς έως τώρα έχει εισηγηθεί την αναθεώρησή του είναι απολύτως σαφές: «Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», αναφέρει στην πρώτη παράγραφό του. Την οποία διαδέχεται μια δεύτερη παράγραφος που ορίζει ξεκάθαρα ότι: «Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».

Με άλλα λόγια, λοιπόν, ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας επιτάσσει, εδώ και 45 χρόνια που βρίσκεται σε ισχύ, την ψήφιση νόμου για τη διοργάνωση των υπαίθριων συναθροίσεων σε τρόπον να προστατεύεται η δημόσια ασφάλεια, αλλά και να μην διαταράσσεται η κοινωνικοοικονομική ζωή στις περιοχές που γίνονται πορείες και διαδηλώσεις. Απλά και αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, όπως ισχύουν σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες.

Από την πτώση της χούντας (επί των ημερών της οποίας, σε πείσμα των ανιστόρητων αναλογιών που επιχειρούν ανερμάτιστοι πολιτικάντηδες, ήταν όλες οι συναθροίσεις απαγορευμένες) στο κέντρο της Αθήνας έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες πορείες διαμαρτυρίες, υποβάλλοντας σε αφάνταστη ταλαιπωρία κατοίκους, επισκέπτες και εργαζομένους της πρωτεύουσας. Οι χαμένες εργατοώρες για τους μποτιλιαρισμένους στα αυτοκίνητά τους ανθρώπους πρέπει να αθροίζονται σε πολλά δισεκατομμύρια, ενώ οι απώλειες στον τζίρο που υπέστησαν καταστηματάρχες και λοιποί επαγγελματίες του Κέντρου είναι ανυπολόγιστες.

Οι περισσότερες από αυτές τις πορείες διακρίνονταν για τη μικρή τους συμμετοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου να απαγορευθούν. Θα μπορούσαν, όμως, να διεξαχθούν χωρίς να παραλύσουν την πόλη, κερδίζοντας, έτσι, και τη συμπάθεια και –γιατί όχι- την αλληλεγγύη της κοινής γνώμης, όπως θεωρητικά επιδιώκουν όσοι διαδηλώνουν τις απόψεις ή τα αιτήματά τους. Διότι, κακά τα ψέματα, όσα δίκια και αν έχει μια «χούφτα» ανθρώπων που… κατασκηνώνει στο οδόστρωμα της Πλατείας Συντάγματος ή όπου αλλού εμποδίζοντας την κυκλοφορία, μόνον αντιπάθεια δημιουργεί στην πλειονότητα όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι στα οχήματά τους και υφίστανται αναίτια ταλαιπωρία, όπως και οικονομική, αλλά συχνά και ψυχολογική, ζημιά.

Όποιος εχέφρων πολίτης διαβάσει απροκατάληπτα και χωρίς παρωπίδες το νομοσχέδιο το οποίο υπέβαλε στη Βουλή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μπορεί να το βρει τολμηρό ή άτολμο. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε εκείνοι που επιχειρηματολογούν ισχυριζόμενοι ότι θα καταστεί ανεφάρμοστο από τη στιγμή που ο ίδιος ο εισηγητής του διαβεβαιώνει ότι δεν αφορά πορείες και διαδηλώσεις που προκηρύσσουν οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αν είναι, έτσι, τότε θα πρόκειται για μια «τρύπα στο νερό», εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψιν ο αριθμός των συμμετεχόντων.

Για παράδειγμα, παρά την πανδημία, από την αρχή της φετινής χρονιάς στην Αθήνα οργανώθηκαν πάνω από πέντε (αποκαλούμενα) «πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια», σύμφωνα με τη συνδικαλιστική, ου μην αλλά και τη δημοσιογραφική, αργκό. Μόνον, όμως, που ο πληθυσμός της εκπαιδευτικής κοινότητας στη χώρα μας –μαθητές και διδάσκοντες όλων των βαθμίδων- ξεπερνά το ενάμισι εκατομμύριο, αλλά οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι αμφίβολο αν ξεπέρασαν τα 500 ή το πολύ τα 1.000 άτομα.

Στον αντίποδα, οι άνθρωποι οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν ήταν πολλαπλώς περισσότεροι από τους λιγοστούς διαδηλωτές. Και το σημαντικότερο είναι ότι ταλαιπωρήθηκαν επειδή οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να περιοριστούν είτε στο πεζοδρόμιο είτε μόνον σε ορισμένες από τις λωρίδες του δρόμου που είναι προορισμένες για την κυκλοφορία των οχημάτων. Το πώς θα πετύχει κάτι τέτοιο ο νόμος του κ. Χρυσοχοΐδη είναι αμφίβολο, από τη στιγμή που ο ίδιος ο υπουργός που τον εισηγείται δηλώνει, ίσως για λόγους τακτικής, ότι δεν θα τύχει γενικής εφαρμογής.

Από εκεί, όμως, μέχρι που να υποστηρίζει κάποιος ότι πρόκειται για αντιδημοκρατικό ή… χουντικό νομοσχέδιο υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Είναι το χάσμα που χωρίζει τις αυταπάτες και τις φαντασιώσεις από την πραγματικότητα. Το χάσμα που χωρίζει τη στρεψοδικία από την υπεύθυνη κριτική που είναι επιβεβλημένο να ασκεί η εκάστοτε αντιπολίτευση. Στις δημοκρατίες όλες οι απόψεις είναι σεβαστές και σε καμία περίπτωση τα κόμματα δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν μεταξύ τους.

Από την άλλη, όμως, είναι υποχρεωμένα να αφουγκράζονται και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, είναι πασιφανές ότι η κοινωνία θέλει κανόνες και αποδοκιμάζει το νόμο της ζούγκλας που επιβάλουν χρόνια τώρα οι δυναμικές συνδικαλιστικές μειοψηφίες που «χαλούν τον κόσμο» κάθε τρεις και λίγο και για… ψύλλου πήδημα.

Όπως και να έχει, το 2020 δεν είναι ούτε 1980, ούτε 1990. Πολύ περισσότερο δεν είναι 2012 ή 2015. Α, και όντως η… «χούντα δεν τελείωσε το 1973», όπως έλεγε το ανιστόρητο σύνθημα της Πλατείας των «αγανακτισμένων». Τελείωσε, όμως, το 1974. Και καλό είναι να το πει κάποιος στον νεοΣΥΡΙΖΑίο Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος –τι κρίμα!- προεξάρχει της στρεψόδικης αντιπολίτευσης στην… πραγματικότητα.