Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 διαδόθηκε ευρέως η άποψη ότι «η λιτότητα είναι εγγενώς αναπτυξιακή», που με απλά λόγια σημαίνει ότι οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές (λιτότητας) θα μπορούσαν να έχουν, άμεσα και αποκλειστικά, θετικά αποτελέσματα στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Η θέση αυτή δέχτηκε έντονες κριτικές από πολλές πλευρές, ακόμη και από το ΔΝΤ, αλλά εφαρμόστηκε υπέρ το δέον στην Ευρώπη (επί εποχής Σόιμπλε), προκειμένου να υποστηριχθούν θεωρητικά οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Μετά την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας είδαν το φως της δημοσιότητας πολλές μελέτες οι οποίες εξέτασαν τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Οι μελέτες αυτές, με βάση τα εμπειρικά στοιχεία, έδειξαν σε γενικές γραμμές αποτελέσματα διαφορετικά από αυτά που πίστευαν οι θιασώτες της «αναπτυξιακής λιτότητας». Συγκεκριμένα, έδειξαν:
■ Οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές έχουν πάντοτε αρνητικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ.

■ Τα αρνητικά αποτελέσματα της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής (όπως ακριβώς κατά τη διάρκεια της ύφεσης) έχουν αρνητικές επιδράσεις όχι συγκυριακές (δηλαδή βραχυχρόνιες), αλλά διαρκείς. Δηλαδή, η μεγέθυνση του ΑΕΠ αρχίζει εκ νέου, αλλά το ΑΕΠ δεν γυρίζει στην προηγούμενη τροχιά, υπάρχει μια μόνιμη ζημιά.

■ Τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής είναι περισσότερο ισχυρά σε οικονομίες που βρίσκονται σε ύφεση ή σε στασιμότητα. Αυτό σημαίνει ότι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές σε μια οικονομία ευρισκομένη σε κρίση προσδιορίζουν μεγαλύτερη ζημιά από το αν εφαρμόζονταν σε μια οικονομία «καλής υγείας».

■ Με βάση τα προηγούμενα σημεία μπορεί να συμβεί (και συνέβη μετά την κρίση του 2008 σε οικονομίες στις οποίες εφαρμόστηκαν προγράμματα λιτότητας) περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές να προκαλέσουν αύξηση του λόγου Δ.Χ./ΑΕΠ.

■ Επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, εάν έχουν υψηλή θετική επίδραση στο ΑΕΠ, μειώνουν τον λόγο Δ.Χ./ΑΕΠ. Δηλαδή, ο λόγος μπορεί να μειωθεί από πολιτικές δαπάνης χρηματοδοτούμενες με έλλειμμα, φτάνει η σύνθεση του ελιγμού να είναι τέτοια ώστε να εγγυηθεί υψηλή θετική επίδραση στο ΑΕΠ (υψηλός δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής).

Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι οι παραπάνω θέσεις μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απουσίας από το θεωρητικό οπλοστάσιο των ευρωπαϊκών θεσμών φαίνεται (;) ότι δειλά-δειλά κάνουν πάλι την εμφάνισή τους στο συνοδευτικό κείμενο που αναφέρεται στο λεγόμενο «Recovery Fund – Next Generation».

«Ενα μεγάλο μέρος των χρηματοδοτήσεων προορίζεται σε δημόσιες επενδύσεις. Αυτές έχουν δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή μεγαλύτερο του 1, δηλαδή η δαπάνη 1 ευρώ δημιουργεί αύξηση του ΑΕΠ μεγαλύτερη του 1 ευρώ… Από το 2030 ο μέσος λόγος Δ.Χ./ΑΕΠ στην Ε.Ε. εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερος κατά 3%, κάτι που δεν θα συνέβαινε με την απουσία αυτών των πολιτικών.
Για τις χώρες με υψηλό χρέος η προβλεπόμενη μείωση είναι 5% μέχρι το 2024 και 8,5% στη μακροπρόθεσμη περίοδο. Ολα αυτά με την υπόθεση εφαρμογής των συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής (Commission Staff Working Document – Identifying Europe’s Recovery Needs 27/5/2020; doc 520020SC0098, p. 31).

Με βάση τις παραπάνω αναλύσεις που πλέον αποτελούν κοινό τόπο σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την αυτόματη αντίληψη που έχει καθιερωθεί τα τελευταία έτη, ότι περισσότερο έλλειμμα σημαίνει μεγαλύτερο λόγο Δ.Χ./ΑΕΠ και ότι για να μειωθεί αυτός απαιτούνται μόνο πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό. Οι μακροοικονομικές επιδράσεις είναι πιο περίπλοκες.

Ολα τα παραπάνω, σχετικά με τη μακροοικονομική ανάλυση, συνάδουν με το τι πράττουν τα διάφορα κράτη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση της πανδημίας. Παντού παρακολουθούμε ισχυρές επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, με μεγαλύτερο εύρος από τις αντίστοιχες του 2008.

Στις ΗΠΑ περισσότερα από 3 τρισ. δολάρια (περίπου το 15% του ΑΕΠ) -δαπάνες και μείωση της φορολογίας- έχουν χρησιμοποιηθεί. Στην Ιαπωνία πόροι ύψους περίπου 21% του ΑΕΠ έχουν προγραμματιστεί να δαπανηθούν. Στη Γερμανία 327 δισ. ευρώ (14% του ΑΕΠ) περιμένουν να χρησιμοποιηθούν (εκτός των πιστωτικών διευκολύνσεων). Μικρότερα τα ποσά των δημοσιονομικών κινήτρων για την Ιταλία (5% του ΑΕΠ) και την Ισπανία (3,2% του ΑΕΠ), παρότι οι δύο χώρες χτυπήθηκαν περισσότερο από την πανδημία.

Το ότι οι χώρες του κέντρου δαπανούν πολύ περισσότερο από τις λεγόμενες «περιφερειακές» σε πρώτη ανάγνωση δείχνει ότι η απόκλιση μεταξύ τους πιθανότατα θα μεγαλώσει.