Την Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015, σε συνεδρίαση της Επιτροπής Πράξεων Ανοικτής Αγοράς (FOMC), της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), αναμένεται να τεθεί για πρώτη φορά στο τραπέζι, το ζήτημα της αύξησης του κόστους χρήματος (αύξηση των επιτοκίων) μετά το ξεκίνημα της «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ αλλά και των τελευταίων εξελίξεων στην αμερικανική οικονομία. Οι ειδικοί έχουν χωριστεί σε δύο ομάδες: η πρώτη ομάδα αναμένει την αύξηση του κόστους χρήματος τον Ιούνιο η δε δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Πάντως, αναμένεται με ενδιαφέρον η ομιλία της Janet Yellen την Τετάρτη από την οποία μπορούν να εξαχθούν σαφέστερες ενδείξεις.

Μεγάλη σημασία για τον χρόνο που θα επιλεχθεί η αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων της FED, έχουν οι πρόσφατες ενδείξεις για τα μακροοικονομικά στοιχεία της αμερικανικής οικονομίας.

Η αμερικανική οικονομία τρέχει με ρυθμό μεγαλύτερο από 2,0%, η ανεργία μειώνεται μήνα με τον μήνα και συνεχώς δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. Τον Φεβρουάριο 2015 προστέθηκαν 295000 νέες θέσεις εργασίας και συνολικά 1300000 νέες θέσεις το τελευταίο τετράμηνο. Συνεπώς τα στοιχεία που αφορούν στην αγορά εργασίας είναι παραπάνω από ικανοποιητικά. Όμως υπάρχει ένας δείκτης ο οποίος υπό μιαν έννοια «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου». Πρόκειται για ένα δείκτη ο οποίος αξιολογεί κατά πόσο τα δημοσιευμένα μακροοικονομικά στοιχεία διαφέρουν από τις προβλέψεις των ειδικών. Δηλαδή πόσο αποκλίνουν (θετικά ή αρνητικά) οι προβλέψεις από την πραγματικότητα. Ο συγκεκριμένος δείκτης λοιπόν, Bloomberg ECO Us Surprise Index, έχει κατρακυλήσει στα επίπεδα του 2009 όταν ακόμη η αμερικανική οικονομία βρισκόταν στην καρδιά της οικονομικής κρίσης.

usa melas

Εκτός από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που είναι κάτι το εντυπωσιακό, διαπιστώνονται αποκλίσεις στην κατά κεφαλή δαπάνη, στη μεταποιητική διαδικασία , στις πωλήσεις των αυτοκινήτων και στις βιομηχανικές παραγγελίες.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε φάση μείωσης της μεγέθυνσής της. Απλά να δημιουργεί ένα πλαίσιο περαιτέρω καθυστέρησης της αύξησης του κόστους χρήματος από τη μεριά της Ομοσπονδιακής τράπεζας, προκειμένου να μην διαψευστούν περαιτέρω οι προσδοκίες.