Η εύκολη, ως και χυδαία, κατηγοριοποίηση των όλο και περισσότερο διογκούμενων κοινωνικών διεργασιών που παρατηρούνται στις χώρες της αναπτυγμένης Δύσης ως εθνικολαϊκιστικών (όρος που στην εποχή μας χρησιμοποιείται ως το μοναδικό κλειδί που λύνει όλα τα σύγχρονα θεωρητικά και κοινωνικά προβλήματα) δεν προσφέρει απολύτως καμία θεωρητική ερμηνεία – κατανόηση του τι πραγματικά διακυβεύεται εκεί στον πυρήνα των κοινωνικών διεργασιών.

Παράλληλα επιτρέπει στις πολιτικές ελίτ να συνεχίζουν να αδιαφορούν εξακολουθώντας να ασκούν τις ίδιες πολιτικές που έχουν προκαλέσει τις παρατηρούμενες κοινωνικές διεργασίες. Στοχεύει όχι στην πραγματικότητα των προβλημάτων, αλλά σε όσους επιχειρούν να δώσουν τον δικό τους τόνο στα συγκεκριμένα προβλήματα και να προωθήσουν τις δικές τους ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα όσων χρησιμοποιούν την έννοια του εθνικολαϊκισμού ως αναλυτικής κατηγορίας. Είναι γνωστό ότι τα ακραία δεξιά στοιχεία είναι αυτά που δίνουν τον τόνο μέσω υπερβολών, κυνισμών, χυδαιοτήτων και ψεμάτων.

Ομως, όπως μόλις υπαινιχθήκαμε, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι υπάρχει ένα πραγματολογικό στοιχείο το οποίο είναι καταλυτικό στις αποφάσεις μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων: μεγάλη δυσαρέσκεια ενάντια στις ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές αλλά και στον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας. Δύο όψεις μιας πραγματικότητας που ο απλός ψηφοφόρος τις συνδέει αιτιακά, θέτοντας μάλιστα ως αιτία τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας και ως αποτέλεσμα την ασκούμενη πολιτική. Συνεπώς στο μυαλό του ψηφοφόρου απόλυτα υπεύθυνο είναι το υπάρχον κατεστημένο πολιτικό σύστημα.

Αυτή η δυσαρέσκεια που μετατρέπεται σε οργή και πολλές φορές σε λεκτική και όχι μόνο βία ενδυναμώνεται στις δυτικές δημοκρατίες από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται εντός του πλαισίου του συνταγματικού φιλελευθερισμού, της «τεχνικότητας» και της κανονιστικής νομιμότητας του νομοθετικού κράτους: αυτό που εντέλει απειλεί τη δημόσια σφαίρα δεν είναι η βία αλλά οι «κανόνες», η προσπάθεια ομαλοποίησης των πολιτικών διαφορών, η τεχνικότητα της μετα-βιομηχανοποίησης, η μαζικοδημοκρατία, ο λειτουργισμός και ο οικονομικός υπολογισμός. Η αύξουσα «τεχνικότητα» του κράτους, δηλαδή η τυποποιημένη διακυβέρνηση διαμέσου διοικητικής οργάνωσης και διοικητικών μέτρων, δεν περιορίζει μόνο τον χώρο της πολιτικής αλλά συνάμα ανοίγει την πόρτα για μια μετατόπιση προς την αυταρχική διακυβέρνηση. Με διάφορα προσχήματα ή και αλήθειες αρκετές φορές εγκαθίσταται σιγά αλλά σταθερά και με σαφήνεια ο περιορισμός των δικαιωμάτων.

Μέσα σε αυτό το δημιουργημένο περιβάλλον γίνεται αμέσως αισθητό ότι απουσιάζει η αυθεντικότητα της πολιτικής πράξης. Δεν μπορεί όλοι οι άνθρωποι να γεννηθούν και να πεθάνουν ως δεξιοί σοσιαλδημοκράτες. Είναι αδύνατον να συζητούν και να αποφασίζουν όλοι με βάση την επικοινωνιακή άποψη του Χάμπερμας ή το κανονιστικό δικαιικό πλαίσιο του Ρόουλς. Τα φιλελεύθερα πολιτικά οράματα δεν περιέχουν κάποια ανεξάρτητη αρχή κοινότητας, όπως η κοινή εθνικότητα, η γλώσσα, η ταυτότητα, ο πολιτισμός, η θρησκεία, η Ιστορία ή ο τρόπος ζωής.

Τη διαδικασία επαναφοράς της αυθεντικότητας της πολιτικής πράξης επιδιώκουν να αναλάβουν διάφορα κινήματα, τα σημαντικότερα των οποίων συνήθως βρίσκονται στον χώρο της Ακροδεξιάς (τα αντίστοιχα της άκρας Αριστεράς είναι εδώ και καιρό ηττημένα). Τουλάχιστον αρχικά έτσι πιστεύουν. Λειτουργώντας με έντονη κριτική διάθεση εναντίον του νομοθετικού κράτους, εκμεταλλευόμενα τη βαθιά αποστροφή – δυσαρέσκεια που αγγίζει και τα όρια του μίσους για τους υπάρχοντες θεσμούς, από μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, και υποστηρίζοντας ότι αναπαράγουν και διαιωνίζουν ένα σάπιο καθεστώς που ανακυκλώνει συνεχώς το ίδιο πολιτικό προσωπικό (οικογενειοκρατία και κομματοκρατία) έχουν αρχίσει να επεκτείνουν την πολιτική τους επιρροή.

Μέσω της μυθοποίησης της εξουσίας, που είναι σύμφυτη με την ιδεολογία αυτών των κινημάτων, υποδηλώνεται με όλους τους τρόπους ότι η δική τους παρουσία σε αυτή θα έδινε την εναλλακτική λύση που απαιτούν οι λαοί.

Ωστόσο η πραγματικότητα σε αντίθετη κατεύθυνση οδηγεί. Η σταδιακή κατάληψη δήμων, περιφερειών, βουλευτικών εδρών από αυτές τις δυνάμεις γκρεμίζει όλες αυτές τις αντιλήψεις, φέρνοντας τη γρήγορη ενσωμάτωση όλων αυτών των κινημάτων στην καθεστηκυία τάξη, αλλά με τρόπο που αποσαρθρώνει και τα τελευταία στηρίγματα του νεωτερικού κράτους. Το πρόβλημα διαιωνίζεται, βαθαίνει, χειροτερεύει. Οι μελλοντικές εξελίξεις προβλέπονται δυσοίωνες όσο πιο περίπλοκες και διασπασμένες γίνονται οι κοινωνίες ακολουθούμενες από τον πλήρη κατακερματισμό του σημερινού ατόμου.

Οταν η αδήριτη πραγματικότητα οδηγεί σε απόγνωση, η λειτουργία του θυμικού είναι καταλυτική. Οι αποφάσεις των ανθρώπων σπάνια οδηγούν στην επίτευξη των στόχων για τους οποίους πάρθηκαν. Γι’ αυτό τον λόγο και η Ιστορία είναι ανοιχτή και δύσκολα προβλέψιμη.

Η πολιτική πρόκληση για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι να αναπτύξουν μια «υπεύθυνη οικονομική αυτάρκεια» στο πλαίσιο του εθνικού δημοκρατικού κυρίαρχου κράτους τους, ανοιχτή στις διεθνείς συναλλαγές, σε μια διακριτική και όχι κανονιστική και οριζόντια αλληλεξάρτηση με όλες τις χώρες του πλανήτη. Είναι ξεκάθαρο πως οι ψηφοφόροι διψούν για πολιτικές που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το τοπικό έναντι των ευρύτερων οικουμενικών οικονομικών ανησυχιών. Η αντιμετώπιση αυτής της δίψας με δημιουργικό, αντί για καταστροφικό, τρόπο είναι η πρόκληση της ερχόμενης δεκαετίας.