H ελληνική οικονομία έχει αρχίσει να ανακάμπτει, αλλά η ανάκαμψη εμποδίζεται, κατά βάση, από τον ανεπαρκή μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Παράλληλα οι δύο βασικές μεταβλητές που προσδιορίζουν τη μεγέθυνση της οικονομίας, η αποταμίευση και οι επενδύσεις, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα τόσο από την περίοδο πριν από την κρίση όσο και από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης.

Η ασκούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί στην παραγωγή υψηλότατων πρωτογενών υπερπλεονασμάτων που απέχουν και από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές. Η παραγωγή αυτών των υπερπλεονασμάτων οφείλεται τόσο στην υπερφορολόγηση όσο και στις αυξημένες εισφορές της κοινωνικής ασφάλισης. Σε πλήρη αντίθεση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εφαρμοσθέν πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, η ελληνική κυβέρνηση άσκησε -και οι δανειστές το επέτρεψαν- μια οικονομική πολιτική παραγωγής υπερπλεονασμάτων, τα οποία τη διετία 2016-17 ανήλθαν σε περίπου 10 δισ. ευρώ πάνω από τα απαιτούμενα από το πρόγραμμα πρωτογενή πλεονάσματα.

Οι πόροι αυτοί εξήλθαν από το εισοδηματικό κύκλωμα της οικονομίας στερώντας ρευστότητα που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει η οικονομία, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Ο περιορισμός αυτός εύκολα συνάγεται αν συγκρίνουμε τις προβλέψεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ στους ετήσιους προϋπολογισμούς και την τελική πραγματοποίηση.

Ετσι, το 2017, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού, η πρόβλεψη για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν 2,7% και η τελική πραγματοποίηση ήταν 1,4%. Για το 2018, αντίστοιχα, η αρχική πρόβλεψη του κρατικού προϋπολογισμού ήταν 2,5% και μέχρι σήμερα η πρόβλεψη έχει μειωθεί στο 1,9%-2,0%. Είναι σαφές ότι η παραγωγή υπερπλεονασμάτων μειώνει τη μεγεθυντική διαδικασία.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η ελληνική κυβέρνηση πολιτεύτηκε με αυτόν τον τρόπο και γιατί οι δανειστές, που παρακολουθούν και ελέγχουν τα πάντα, το επέτρεψαν.

Θεωρώ ότι η ελληνική κυβέρνηση άσκησε αυτή την πολιτική για τους παρακάτω λόγους:

■ Αποδεχόμενη πλήρως την ιδεολογική οπτική των μνημονίων, ήθελε να αποδείξει με όλους τους τρόπους αυτή την αποδοχή της. Λειτούργησε δηλαδή ως προσήλυτος.

■ Πιστεύοντας στη χρησιμότητα της αναδιανομής, επεδίωξε αυτή την πολιτική. Με τη διαφορά ότι οι όποιες αναδιανεμητικές δράσεις -ποσοτικά- ήταν σαφώς μικρότερες από τις απώλειες που η ίδια είχε δημιουργήσει με την πολιτική της. Πέρα που για λόγους αλήθειας είναι λάθος να ομιλούμε για αναδιανεμητικές δράσεις. Πρόκειται για συγκυριακή επιδοματική πολιτική που περισσότερο θα την κατατάσσαμε σε μορφές φιλανθρωπίας.

■ Μεγάλο μέρος από τα υπερπλεονάσματα οδηγήθηκαν στη δημιουργία του λεγόμενου «μαξιλαριού ασφαλείας» εν όψει της λήξης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Εδώ γεννιέται το εξής ερώτημα: γιατί η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε (;) να δημιουργήσει το μαξιλάρι ασφαλείας μέσω της απορρόφησης τόσο αναγκαίων πόρων από το εισοδηματικό κύκλωμα, ενώ υπήρχαν περισσευούμενοι πόροι από τη δανειακή σύμβαση που η ίδια είχε υπογράψει; Με αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε τους δανειστές έτσι ώστε να μη χορηγήσουν περισσότερους δάνειους πόρους, ενώ χειροτέρευσε τη ρευστότητα στην ελληνική οικονομία στερώντας της τη δυνατότητα μεγαλύτερης μεγέθυνσης του ΑΕΠ.

Συμπερασματικά νομίζω ότι και με αυτά τα αφόρητα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022 η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μειωθούν τα υπερπλεονάσματα και όχι να τα διανείμεις εκ των υστέρων κάνοντας αναπτυξιακή ή κοινωνική πολιτική. Η εντύπωσή μου είναι ότι μια μικρότερη απορρόφηση από το εισοδηματικό κύκλωμα θα επέτρεπε στην οικονομία να λειτουργήσει πιο αναπτυξιακά.

*Ο Κώστας Μελάς είναι Καθηγητής Διεθνούς Χρηματοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο