Για να κάνουμε το μέτρημα… 2005 – 2018. 13 χρόνια – 13 χρόνια χαμένων ευκαιριών και ως προς τις επενδύσεις – απασχόληση- εισοδήματα και ως προς την ορθολογική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. 

Τι αντιπροσωπεύει στην «προσθαφαίρεση» μας το 2018 και τι το 2005;

Το 2005 ήταν η χρονιά που ψηφίστηκε από την Βουλή και έγινε νόμος του Κράτους το πλαίσιο για την λειτουργία των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Ένα πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα πλαίσιο που δεινοπάθησε στα πρώτα χρόνια της ζωής του λόγω των κομματικών αντιπαραθέσεων. 13 χρόνια μετά -πέραν του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας που σταθερά από την πρώτη στιγμή υπερασπίζεται την αναγκαιότητα και την χρησιμότητα του θεσμού έχει διαμορφωθεί μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική συμμαχία που περιλαμβάνει κόμματα (το ΠΑΣΟΚ ήδη από το 2009 αλλά και τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και πλήθος επιστημονικών φορέων, εργοδοτικών οργανώσεων κ.α Η ευρεία συναίνεση στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο σε σχέση με ένα πρωτοποριακό θεσμικό πλαίσιο δείχνει και τον δρόμο για τη συνέχεια…

Και δεν είναι μόνο αυτό που πρέπει να κρατήσουμε στη μνήμη μας. Το 2018 θα μείνει στην Ιστορία γιατί ο θεσμός των ΣΔΙΤ θα «εγκατασταθεί» και στον μεγαλύτερο δήμο της χώρας, τον Δήμο Αθηναίων. Η διοίκηση Καμίνη επέλεξε το project της αναβάθμισης του δικτύου ηλεκτροφωτισμού της Αθήνας με λάμπες LED να γίνει μέσω Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα και για αυτό προωθείται σχετική πρόταση προς αξιολόγηση και έγκριση από την αρμόδια Διυπουργική Επιτροπή.

Πρόκειται , δίχως άλλο, για ένα μεγάλο έργο αλλά και για μια γενναία απόφαση. Σύμφωνα με τα δεδομένα του project: Η αναβάθμιση του δικτύου ηλεκτροφωτισμού αφορά στο σύνολο του δικτύου και θα προσαρμοστούν ή θα αντικατασταθούν 45.666 φωτιστικά παλαιάς τεχνολογίας. Με το νέο δίκτυο εκτιμάται εξοικονόμηση ενέργειας κατά 65% και εξοικονόμηση πόρων της τάξης των 3,8 εκ ευρώ ετησίως, από τα περίπου 7 εκ. ευρώ που πληρώνει ετησίως ο δήμος Αθηναίων σε τιμολόγια οδοφωτισμού.

Επιπλέον, ο δήμος Αθηναίων, πετυχαίνει:

* Ραγδαία μείωση του ετήσιου κόστους συντήρησης, λόγω της προτεινόμενης τεχνολογίας της οποίας η διάρκεια ζωής φτάνει τα 20 έτη.
* Μείωση βλαβών και χρόνου αποκατάστασης.
* Μείωση των αερίων θερμοκηπίου CO2 κατά 23.900 τόνους ετησίως.
* Εξάλειψη του υδραργύρου από την υφιστάμενη βάση των φωτιστικών του δήμου Αθηναίων (αυτή τη στιγμή ο δήμος Αθηναίων κατά ~23% χρησιμοποιεί λαμπτήρες που περιέχουν αέρια υδραργύρου).
* Μείωση της φωτορύπανσης και εξάλειψη φαινομένων που έχουν αρνητική επίδραση σε πεζούς και οδηγούς.

Αλλά, ας μείνουμε για λίγο και στο σκέλος της πολιτικής επιλογής. Εχει και αυτό τη σημασία του. Ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης σημείωσε ότι «η υλοποίηση του έργου μέσω ΣΔΙΤ εξασφαλίζει την πλήρη διαφάνεια, νομιμότητα και ακεραιότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας» και επισήμανε ότι «με το νέο δίκτυο, που θα είναι υπό τον έλεγχο της διεύθυνσης ηλεκτρολογικού του δήμου Αθηναίων, επιτυγχάνεται σε μέγιστο βαθμό ο χρόνος υλοποίησης και η άριστη ποιότητα του έργου». Επιπλέον, το έργο «προσφέρει πολλαπλά οφέλη στους κατοίκους, είναι σύμφωνα με τα διεθνή περιβαλλοντικά πρότυπα και ταυτόχρονα είναι και αισθητά πιο οικονομικό».

Για το τέλος, κράτησα τα αυτονόητα: Ο τρόπος χρηματοδότησης του έργου με τη διαδικασία των ΣΔΙΤ, εξασφαλίζει ότι η αποπληρωμή του έργου γίνεται σε βάθος χρόνου χωρίς να απαιτείται άμεσα εκταμίευση δημοσίων πόρων για την αποπληρωμή του έργου κατά την παραλαβή, απελευθερώνοντας έτσι σημαντικούς δημόσιους πόρους για να επιδιωχθούν περισσότερες αναπτυξιακές προτεραιότητες και παράλληλα αξιοποιούνται ιδιωτικά κεφάλαια για την υλοποίηση και παροχή δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών. Έτσι δίνονται ισχυρά κίνητρα στον ανάδοχο για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση ενός άρτιου τεχνικά έργου και την παροχή υπηρεσιών υψηλού επιπέδου.

Τα έργα που υλοποιούνται με σύμβαση ΣΔΙΤ αποτελούν σημαντικό εργαλείο τόνωσης της οικονομικής ανάπτυξης μοχλεύοντας ιδιωτικούς πόρους σε αναπτυξιακά έργα με πολλαπλασιαστικό όφελος και ο δημόσιος τομέας διατηρεί την ιδιοκτησία των παγίων και τον ισχυρό ρυθμιστικό και εποπτικό του ρόλο, δίνοντας την ευκαιρία να υλοποιούνται δημόσια έργα ακόμα και σε δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες.