Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στην Μεσσηνία. Η βάση μου στην Καλαμάτα και οι διαδρομές μου από την Καλαμάτα μέχρι τα Φιλιατρά και από την Κυπαρισσία μέχρι τους Γαργαλιάνους και την Πύλο.

Η Μεσσηνία είναι από τις λίγες περιοχές της χώρας όπου δραστηριοποιούνται δεκάδες επιχειρήσεις – από πολύ μικρές μέχρι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα και προδιαγραφές- που διακρίνονται για την πίστη τους στην καινοτομία και την εξωστρέφεια αλλά και για τα επώνυμα προϊόντα τους που διαθέτουν μια ισχυρή τοπική αναφορά. Τα περισσότερα από αυτά «εμπεριέχουν» τόσο την παράδοση (π.χ η αναφορά στην σταφίδα) όσο και την ιστορία ή και τον φυσικό πλούτο της μεσσηνιακής γης. Επιπλέον, η Μεσσηνία φιλοξενεί τις δραστηριότητες του πολύ δυναμικού κοινωφελούς ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού ιδρύματος, του Ιδρύματος «Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου», ένα από τα οχήματα του οποίου είναι και το Κέντρο Αγροδιατροφικής Επιχειρηματικότητας στη Μεσσηνία (ΚΑΕΜ) σε συνεργασία με την Αμερικανική Γεωργική Σχολή και την υποστήριξη του Δήμου Καλαμάτας, του ΤΕΙ Πελοποννήσου και του Κέντρου Επαγγελματικής Κατάρτισης ΕΤΑΠ Πελοποννήσου & Ιονίων Νήσων. Τέλος, το Εργαστήριο Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας (εργαστήριο στο πλαίσιο του Τμήματος Τεχνολόγων Γεωπόνων του ΤΕΙ Πελοποννήσου) είναι μια ιδιαίτερη νησίδα αριστείας και κυρίως μια ξεχωριστή περίπτωση. Μάλιστα, το Εργαστήριο Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας είναι έδρα της Ομάδας Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου που έχει κατακτήσει την καθιέρωση της και την αποδοχή της από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Λεπτομέρεια σημαντική: Το εργαστήριο είναι αυτοχρηματοδοτούμενο.

Αλλά, όλα τα πράγματα δεν ούτε ρόδινα, ούτε εύκολα. Το πρώτο πράγμα που «καρφώθηκε» στο μυαλό μου και συνεχίζει να με απασχολεί και να με προβληματίζει είναι το δραματικό έλλειμμα στον τομέα της κουλτούρας του τοπικού προϊόντος. Παρά την θεαματική αύξηση των ποιοτικών προϊόντων που διαθέτουν μια ισχυρή τοπική αναφορά, εν τούτοις η τοπική αγορά αλλά και η τοπική κοινωνία δεν έχει ακόμη βρει τρόπους υποστήριξης. Τι σημαίνει αυτό; Με απλά λόγια, ένα τοπικό προϊόν πρέπει να έχει την δυνατότητα να βρει το χώρο και την θέση του στην τοπική αγορά – στο ράφι του νέο μπακάλικου αλλά και της αλυσίδας λιανεμπορίου. Αλλά, όχι μόνο στο ράφι… Χρειάζεται να βρεθεί και στο μπουφέ του πρωινού σε ένα καλό ξενοδοχείο αλλά και στο τραπέζι του καλού εστιατορίου. Έτσι, «κτίζεται» με κόπο και επιμονή η κουλτούρα του τοπικού προϊόντος.

Το δεύτερο πράγμα έχει να κάνει με το μέγεθος της επιχείρησης. Πιστεύω απόλυτα ότι το ιδανικό μέγεθος για μια ελληνική παραγωγική επιχείρηση της περιφέρειας που θέλει να επενδύσει και επενδύει σε premium προϊόν είναι εκείνο της μικρής ή μικρομεσαίας καλά στημένης επιχείρησης όπου ο ιδρυτής (ή η οικογένεια του) είναι ταυτισμένος με την επιχείρηση και το προϊόν και είναι σε θέση να ελέγχει πλήρως την διαχείριση της. Μικρή ή μικρομεσαία σύγχρονη, εξωστρεφής και καινοτομική επιχείρηση που αναζητά αγορές χαραμάδες στο εξωτερικό.

Το τρίτο είναι η δημιουργία και λειτουργία νέων χρηματοδοτικών θεσμών και μηχανισμών. Π.χ η λειτουργία ενός τοπικού fund από κεφάλαια ιδιωτών επενδυτών από την Ελλάδα και το εξωτερικό (π.χ ελληνική ομογένεια) αλλά και δημόσιους/κοινοτικούς πόρους θα βοηθούσε στην ανάπτυξη του αγροτοδιατροφικού τομέα.