Η πολιτική, πολιτική, δεν λέω, αλλά η τεχνοκρατική επάρκεια, όπως και η καλή γνώση της νομοθεσίας είναι στοιχεία απαραίτητα και αναγκαία. Αφορμή για την αυτή την επισήμανση η … φιλολογία περί ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα) αλλά και των πεδίων εφαρμογής τους.

Τελευταία ακούω και διαβάζω απόψεις – αρκετές από τις οποίες ανήκουν και σε εκπροσώπους επιστημονικών οργανώσεων- για τα ΣΔΙΤ που δεν είναι … ΣΔΙΤ. Παράδειγμα, οι δηλώσεις δύο μελών του Δ.Σ του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς – Γ. Καρδαρά, Γ. Βρέλλου- στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Η Αυγή» που είναι το κατ΄ εξοχήν εκφραστικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο δικηγόροι που είναι και –όπως αναφέρει η εφημερίδα- πρωτεργάτες στην υπόθεση των προσφυγών αλλά και μέλη της Παμπειραϊκής Επιτροπής ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ διατυπώνουν την εξής πρόταση: «Η κοινοπραξία αυτή θα υπάγεται στην έννοια της σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού φορέα (ΣΔΙΤ), θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και θα έχει συγκεκριμένο εμπορικό αντικείμενο με όρους που θα συμφωνήσουν ελεύθερα τα μέρη». Επιπλέον, επισημαίνουν ότι θα χρειαζόταν τροποποίηση του ισχύοντος νόμου για τις ΣΔΙΤ και αυτή μπορεί να γίνει με προσθήκη ενός και μόνο άρθρου προκειμένου το πεδίο εφαρμογής του νόμου να αφορά και τον ΟΛΠ.

Μέχρις εδώ όλα καλά καμωμένα. Άλλωστε, η δημοκρατία θέλει ενεργούς και μάχιμους πολίτες και πολύ περισσότερο την έκφραση τους μέσα από καλά οργανωμένες διαδικασίες ανοιχτής δημόσιας διαβούλευσης. Η τελευταία μάλιστα για να λειτουργήσει και να δώσει αποτελέσματα χρειάζεται προτάσεις αρκεί εκείνες πέραν της πολιτικής και ιδεολογικής σηματοδότησης τους να λαμβάνουν υπόψη και τα …τεχνικά χαρακτηριστικά.

Εξηγούμαι για να μην υπάρχουν περιττές παρεξηγήσεις. Ο νόμος του 2005 – ο νόμος του Γιώργου Αλογοσκούφη για τις ΣΔΙΤ- είχε δώσει σημασία σε ένα χαρακτηριστικό που δεν μπορείς εύκολα να το ξεπεράσεις αν δεν δώσεις σαφείς απαντήσεις για το τι ακριβώς θέλεις ως πολιτική ηγεσία να κάνεις με αυτό το χρήσιμο εργαλείο. Ποιο είναι αυτό το χαρακτηριστικό σημείο; Η πρόβλεψη του νόμου ότι ΣΔΙΤ από την πλευρά του δημοσίου τομέα δεν μπορούν να κάνουν επιχειρήσεις και οργανισμοί που το 100 % των μετοχών τους δεν ανήκει στο δημόσιο χαρτοφυλάκιο.

Με βάση αυτή τη πρόβλεψη από το πεδίο εφαρμογής των ΣΔΙΤ εξαιρούνται οι πρώην ΔΕΚΟ δηλαδή οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί που πέρασαν το κατώφλι του Χρηματιστηρίου τις προηγούμενες δεκαετίες. Μεταξύ αυτών και ο ΟΛΠ ( έτος εισαγωγής των μετοχών του το 2003) και αφού την προηγούμενη ακριβώς χρονιά της εισαγωγής είχε υπογραφεί σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Λ.Π. Α.Ε, σύμφωνα με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχωρούσε για 40 χρόνια το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης, των γηπέδων, κτιρίων και εγκαταστάσεων της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Λιμένος Πειραιώς στον Ο.Λ.Π. Α.Ε.

Γιατί το έκανε αυτό ο νόμος; Γιατί ήταν τόσο περιοριστικός ως προς τους φορείς και τα πεδία εφαρμογής; Η απάντηση μία και μοναδική: Ο νομοθέτης θέλησε να δώσει την δυνατότητα σε υπηρεσίες του στενού δημόσιου τομέα π.χ Πυροσβεστική, Αστυνομία, Δικαστήρια, Σχολεία αλλά και σε φορείς πλήρως ελεγχόμενους από το Κράτος όπως για παράδειγμα ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών να έχουν περισσότερες επιλογές στους τρόπους με τους οποίους θα προχωρούσε η εφαρμογή των επενδυτικών σχεδίων και προγραμμάτων και η χρηματοδότηση τους. Οι πρώην ΔΕΚΟ και μετέπειτα εισηγμένες εταιρείες είχαν από μόνες τους την δυνατότητα να βρουν από την ανοιχτή και ελεύθερη αγορά επενδυτές και κεφάλαια.

Ο ΟΛΠ λοιπόν μπορεί να είναι public company δηλαδή μια εισηγμένη εταιρεία αλλά σε καμιά περίπτωση μια εταιρεία που ανήκει στο δημόσιο χαρτοφυλάκιο. Ανήκει πρωτίστως στους μετόχους τους στους οποίους εκτός των άλλων ανήκει και το δημόσιο.

Τι θα μπορούσε λοιπόν να γίνει; «Παίζει» και πόσο εφικτή μπορεί να είναι η πρόταση της τροποποίησης του νόμου για τις ΣΔΙΤ και τι θα αποδώσει κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι ότι στην πολιτική όλα είναι δυνατά αλλά… Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση θα μπορούσε στο πλαίσιο μιας καλά συγκροτημένης πολιτικής για τον ΟΛΠ να προχωρήσει μετά διαπραγματεύσεις με τους άλλους μετόχους στην μερική άρση της σύμβασης παραχώρησης προκειμένου η ίδια να ορίσει τα αντικείμενα της εκ νέου παραχώρησης που θα σχετίζονται με τα επενδυτικά και επιχειρηματικά ζητούμενα για το λιμάνι του Πειραιά. Για παράδειγμα, ένας νέος διαγωνισμός για την παραχώρηση μιας προβλήτας θα ήταν δυνατός – πέραν του προνομίου του ΟΛΠ- από τη στιγμή που θα γινόταν η άρση της αρχικής σύμβασης και στον οποίο θα μπορούσε να συμμετέχει και ο ΟΛΠ αν αυτό απαιτούσαν τα συμφέροντα της εταιρείας και των μετόχων του.

Με λίγα λόγια, ΣΔΙΤ δεν μπορεί να είναι ο,τι μας περνάει από το μυαλό και ο,τι βολεύει τις κομματικές ανάγκες της τρέχουσας πολιτικής δραστηριότητας.