Πολλά ακούω τις τελευταίες μέρες, ακόμα και από σχετικούς με τα οικονομικά, του στυλ «τι καλά θα ήταν να βγούμε από το ευρώ, να υποτιμήσουμε το νόμισμα, να τυπώσουμε χρήμα και αφού υποφέρουμε 2-3 χρόνια, μετά… πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι μεγάλη θα κάνουμε την Ελλάδα μας. Καμία αντίρρηση. Αλλά αρκεί αυτό; Για όλα φταίει το σκληρό ευρώ, η σκληρή λιτότητα, η μείωση μισθών και συντάξεων, η υποταγή στα Μνημόνια και οι ευρωλιγούρηδες; Αντιθέτως, επειδή λένε πως “εμείς τα έχουμε χάσει πια ήδη όλα”, πρέπει οι ξένοι να φοβούνται τι θα πάθουν αν βγούμε εμείς από το ευρώ και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται; Μόνον καλύτερα θα πάμε, φτάνει να απαλλαγούμε από τα δεσμά του Μνημονίου;

Επειδή πλέον όλοι έχουν δική τους άποψη, εγώ δεν θέλω να εκφράσω μία ακόμη. Ίσως βοηθήσει όμως μία άλλου τύπου αναφορά: όχι σε οικονομικές θεωρίες και πολιτικές ιδεοληψίες, ούτε σε προβλέψεις τύπου Καζαμία για το «τι θα συμβεί εάν…» αλλά βλέποντας απλώς τι συμβαίνει στην πράξη όταν μία χώρα καταρρέει και διαλύεται αλλά πιστεύει πως θα λύσει τα προβλήματά της αν δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις της ή πληρώνοντας με «αέρα κοπανιστό».

Παράδειγμα 1ο: Το Βυζάντιο στη δεκαετία 1071-1081 μ.Χ.

(Αντιγράφω αποσπάσματα από την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” της Εκδοτικής Αθηνών)

Σκεφτείτε τι γινόταν χίλια χρόνια πριν (σε ένα φεουδαρχικό μοντέλο οικονομίας τότε):

«Μετά την ήττα του Μαντζικέρτ, ακολούθησε πλήρης αποδιοργάνωση και εσωτερική διάβρωση του Βυζατινού Κράτους, με ολέθριες επιπτώσεις για τον ελληνισμό της αυτοκρατορίας […] Παρά τις βαρύτατες οικονομικές υποχρεώσεις τις οποίες ανελάμβανε ο Ρωμανός Δ΄προς τον Άλπ Αρσλάν μετά την υπογραφή των συνθηκών (σσ: κάτι σαν τα βάρη του Μνημονίου;) είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα της Μικράς Ασίας […]

Αφού φυλάκισε και τύφλωσε τον Ρωμανό (Διογένη) το 1072, ο σφετεριστής αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που του υπαγόρευσε ο «πρωθυπουργός» του, λογοθέτης Νικηφορίτζης (ή Νικηφόρος).

«Χάρη στη σκληρή δημοσιονομική πολιτική του, η οποία έπληξε κυρίως την τάξη των πλουσίων συγκλητικών (ο Νικηφορίτζης) κατόρθωσε, παρά τις τεράστιες οικονομικές ανάγκες, να συγκρατήσει την υποτίμηση του νομίσματος […] Έγινε προσπάθεια να ακυρωθούν φορολογικές απαλλαγές που είχαν δοθεί παλαιότερα. Το κράτος προσπάθησε να βρει τρόπους για να ιδιοποιηθεί εισοδήματα ή θησαυρούς που ανήκαν σε «δυνατούς». Κειμήλια και τιμαλφή εκκλησιών κατασχέθηκαν. Περικόπηκαν οι χρηματικές αυτοκρατορικές χορηγίες προς τους πτωχούς της Κωνσταντινουπόλεως […] Όλα αυτά ήταν μέτρα αντιδημοτικά, τα οποία δεν άργησαν να προκαλέσουν την αντίδραση των αριστοκρατών της επαρχίας».

Σχεδόν ταυτόχρονα μέσα σε λίγους μήνες (1077-1078) τρεις επαναστάτες επιτίθεντο στην Κωνσταντινούπολη, από Αδριανούπολη, Θεσσαλονίκη και Μικρά Ασία.

Τελικώς το 1078 ο Μιχαήλ Ζ’ εκδιώχθηκε, ο μεταρρυθμιστής Νικηφορίτζης βασανίστηκε μέχρι θανάτου και επικράτησε νέος αυτοκράτορας (1078-1081) ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης. Άρχισε τότε ένας κύκλος παροχών!

«Η σύντομη βασιλεία του Βοτανειάτη είναι περίοδος βαθύτατης παρακμής. Χαρακτηρίζεται από συνεχείς αποκαλύψεις συνωμοσιών εναντίον του αυτοκράτορος, ο οποίος αναζητούσε απεγνωσμένα να βρει στηρίγματα, όπου και όπως μπορούσε, διασπαθίζοντας το δημόσιο χρήμα. Οι απονομές τίτλων και δωρεών στους Κωνσταντινουπολίτες, ευγενείς και αστούς, προκάλεσαν πανηγυρισμούς. Όταν όμως αυτές εξαντλήθηκαν, όλοι κατάλαβαν ότι οι τίτλοι είχαν πια γίνει κάτι κοινό και δεν είχαν καμιά αξία. Τίτλους, προνόμια και δωρεές στις έδωσε επίσης στους αριστοκράτες των επαρχιών, καθώς και στις εκκλησίες και στα μοναστήρια. Επανέφερε σε ισχύ τον νόμο περί παροχής βοηθημάτων προς τους πτωχούς της Κωνσταντινουπόλεως. Κήρυξε άκυρες τις απαλλοτριώσεις στις οποίες είχε προβεί ο Μιχαήλ ο Ζ΄».

Ποια ήταν η συνέχεια;

«Επί Βοτανειάτη ξέσπασε ανοικτά η οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας, που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται από το 1068 περίπου. Οι σπατάλες, οι φορολογικές απαλλαγές που μείωναν τα έσοδα του κράτους (σσ: μήπως θυμίζουν τις συστάσεις στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ κ.Γ.Στουρνάρα για επανεξέταση των φοροαπαλλαγών;), η γενική ανασφάλεια που προκάλεσε αποθησαυρισμό (σσ: bank run θα το λέγαμε σήμερα;) […] η μείωση της παραγωγής, όλα αυτά κατέληξαν σε θεαματική υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος. Το χρυσό νόμισμα έμεινε με μόνο 9 καράτια καθαρό χρυσό, αντί 22 που είχε στην αρχή του αιώνα. Το αργυρό «μιλιαρήσιον» περιείχε μόνο 45% καθαρί ασήμι, αντί για 90% που περιείχε στην αρχή του αιώνα. Η υποτίμηση αυτή, που συνόδευε και επέτεινε τη γενική παρακμή, κατέστρεψε οριστικά τη διεθνή φήμη την οποία το βυζαντινό νόμισμα είχε διατηρήσει για 7 αιώνες. Οι συνέπειες για την βυζαντινή οικονομία υπήρξαν βαρύτατες».

Ποια ήταν η κατάληξη;

Η αναπόφευκτη πτώση του Βοτανειάτη, νέες επαναστάσεις και νέος αυτοκράτορας. Ο ένδοξος στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός βάδισε στην Πόλη. Αλλά πώς; «Χάρη στην προδοσία των μισθοφόρων της φρουράς της Κωνσταντινουπόλεως, κατόρθωσε την 1η Απριλίου 1081 να εισέλθει στην πόλη, η οποία παραδόθηκε σε τριήμερη λεηλασία» (σσ: έναν αιώνα νωρίτερα πριν την άλωση από τους Φράγκους).

Εκ του αποτελέσματος, με τον Αλέξιο και τη δυναστεία των Κομνηνών το Βυζάντιο σώθηκε από το χείλος του γκρεμού. Και ο Αλέξιος όμως «αναγκάσθηκε να δημεύσει τα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, όσα δεν ήταν απαραίτητα, υποσχόμενος αποκατάστασή τους στο μέλλον». Αναγκάσθηκε και σε «υποχωρήσεις που ζημιώναν το γόητρο της αυτοκρατορίας. Αυτό όμως ήταν αναπόφευκτο» λέει ο Ιστορικός.

Με άλλα λόγια, λέω εγώ, χίλια χρόνια πριν την «καπιταλιστική κρίση», τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας μάλλον ωφελούσαν το Κράτος και τον ελληνισμό, παρά η παροχολογία. Και κάπως έτσι το Βυζάντιο άντεξε σχεδόν 400 χρόνια ακόμα.

Παράδειγμα 2ο: Σεπτέμβρης του 1942

Αν και έχουν περάσει 70 και πλέον χρόνια από τότε που γράφτηκε (Σεπτέμβρης του 1942), ακούγεται επίκαιρο το πολιτικό μανιφέστο μίας εμβληματικής μορφής της Αριστεράς στη χώρα μας, του Δημήτρη Γληνού, με τίτλο «τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο». Πολλές αναλογίες με όσα περιγράφει ο Δημήτρης Γληνός, μεγάλος διανοητής της αριστεράς και στέλεχος του ΕΑΜ, παραμένουν κυρίαρχες στη σκέψη πολλών ακόμα και σήμερα –ιδίως τα περί γερμανικής επικυριαρχίας στην Ευρώπη (και όχι μόνον).

Από την άλλη βέβαια, ο Δημήτρης Γληνός περιγράφει ανάγλυφα και τους κινδύνους μίας αλόγιστης δημοσιονομικής χαλάρωσης, που μάλλον δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα στις μέρες μας, ούτε ταιριάζει εύκολα σε ρητορικές κατά της λιτότητας ή όσων μιλούν πχ για «τύπωμα χρήματος» κλπ.

Έγραφε ο Δημήτρης Γληνός μέσα στην κατοχή:

«Οι χωριάτες είδανε με μιας να τρέχουνε τα χιλιάρικα μέσα στα σπίτια τους, να μπαίνουνε από τις πόρτες και τα παράθυρα λεφτά, και να χρυσοπουλιέται το σιτάρι τους […] Πίστεψαν πως τώρα μπορούν κι αυτοί να ξεχρεώσουνε τα χτήματά τους, ν’ αγοράσουνε κι’ άλλα χτήματα, ν’ αγοράσουνε σπίτια στις πολιτείες, ν’αγοράσουνε χρυσαφικά και διαμαντικά, μεταξωτές κάλτσες στις τσούπρες τους, ακόμα και πιάνα να κουβαλούνε στο χωριό. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν να βλέπουν να λυώνει μπροστά στα μάτια τους ο θησαυρός. Για ένα ζευγάρι άρβυλα ή τσαρούχια χρειάζονταν ένα σωρό χιλιάρικα, τα ζώα τους άρχισαν να ψοφάνε μη έχοντας τροφή [..]) Είναι κοινή συμφορά για όλους και ας μη μας ξεγελάει ο Νιαγάρας του χαρτιού»…

Δεν θυμίζει η περιγραφή την περίοδο του Βοτανειάτη στο Βυζάντιο;

Μπορεί οι ιστορικές συγκρίσεις να είναι ανιστόρητες, όταν γίνονται αποσπασματικά, ούτε να επιδέχονται πρόχειρης οικονομικής ή κοινωνιολογικής ανάλυσης. Μια απλή αναφορά όμως ίσως αρκεί για να θυμίσει σε κάποιους πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και μόνον επικίνδυνες είναι οι εύκολες και άστοχες παρορμήσεις της στιγμής, χωρίς γνώση, χωρίς σχέδιο, χωρίς αγώνα και χωρίς προοπτική. Έτσι απλά, για να μην βάζουμε έναν ολόκληρο λαό, άκριτα και επιπόλαια, να διχάζεται σε υποστηρικτές και πολέμιους “έτοιμων συνταγών” που του σερβίρουν πολλοί “για το καλό του”.