Τους τελευταίους μήνες έχει ξεκινήσει ένας πολιτικός διάλογος σε εσωκομματικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με αντικείμενο την επαγγελλόμενη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τη Σοσιαλδημοκρατία και τη μετατροπή του από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς με κινηματικές και αντισυστημικές αναφορές σε μια παράταξη που θα εντάσσεται στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η λογική αυτής της στροφής είναι προφανής και υπακούει στην ευρύτερη στρατηγική συγκρότησης ενός νέου διπολισμού, με κυρίαρχες κομματικές δυνάμεις τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ η αντίληψη αυτή προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις, ενώ ήδη εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών διαμορφώνεται ένα πεδίο έντασης με τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς. Από την άλλη πλευρά, διευρύνονται οι δίαυλοι επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες που επιδιώκουν την ενίσχυσή τους στις ευρωεκλογές. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η στροφή θεμελιώνεται σε πραγματικές ιδεολογικές και πολιτικές μεταμορφώσεις ή αν πρόκειται για καιροσκοπική επιλογή με αμιγώς εκλογική στόχευση.

Ας δούμε συνοπτικά ορισμένες θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη σοσιαλδημοκρατία προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε αυτή την κομματική οικογένεια (αναλυτικά Ξ. Κοντιάδης, «Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα», εκδ. Πόλις). Καταρχάς, η Σοσιαλδημοκρατία υποστηρίζει τη μετάβαση από την τυπική στην πραγματική ελευθερία. Ετσι, διαφοροποιείται τόσο από τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις που ενδιαφέρονται μόνο για την τυπική ελευθερία όσο και από τη μαρξιστική Αριστερά που παραδοσιακά αμφισβητεί την αυτοτελή αξία της ελευθερίας. Παράλληλα,η Σοσιαλδημοκρατία δεν περιορίζεται, όπως η Κεντροδεξιά, στο αίτημα της θεσμικής ισότητας των ευκαιριών, αλλά επαγγέλλεται την επανορθωτική ισότητα, απορρίπτοντας όμως τον εξισωτισμό της ριζοσπαστικής ή μαρξιστικής Αριστεράς, που οδηγεί στη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης.

Η Σοσιαλδημοκρατία υπερασπίζεται τον κοινοβουλευτισμό, την πλουραλιστική δημοκρατία και τον πολυκομματισμό απέναντι στην αντισυστημική τους αμφισβήτηση, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές παθογένειες και στρεβλώσεις τους. Ετσι αναδεικνύει τους κινδύνους που υποκρύπτει για τη δημοκρατία η υιοθέτηση των αντισυστημικών ρευμάτων και επεξεργάζεται τον εμπλουτισμό των σχέσεων αντιπροσώπευσης με νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής. Πρωτίστως, η Σοσιαλδημοκρατία αντιμάχεται τον δεξιό και αριστερό λαϊκισμό που διαβρώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς και θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα, στρεφόμενος στα πιο ευτελή ένστικτα – την εκδικητικότητα, τη συνωμοσιολογία, τη μνησικακία.

Η σύγχρονη Σοσιαλδημοκρατία τάσσεται υπέρ της απογραφειοκρατικοποίησης του κράτους και της αξιοποίησης εργαλείων της ιδιωτικής οικονομίας στον δημόσιο τομέα, στο πλαίσιο της μεικτής οικονομίας, υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό κρατισμό. Αυτό δεν σημαίνει προσχώρηση στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις περί ελάχιστου κράτους, αλλά υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων για ένα κράτος πιο αποτελεσματικό και πιο φιλικό για τον πολίτη, την επιχειρηματικότητα και την προστασία των δικαιωμάτων.
Κρίσιμη επιλογή της Σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι επεξεργάζεται νέες μορφές οργάνωσης του κράτους πρόνοιας με γνώμονα τους νέους κοινωνικούς κινδύνους, τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και την υποχώρηση του εθνικού κεϋνσιανισμού. Αξιακή της αφετηρία παραμένει η αποεμπορευματοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών αγαθών. Ετσι, οι νέες πολιτικές απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας που εισηγείται χαρακτηρίζονται από την «ενεργητική στροφή», χωρίς όμως να υποπίπτουν ούτε στην «πειθαρχική επαναπροώθηση» των νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων, ούτε στον παθητικό εξισωτισμό και «επιδοματισμό» της ριζοσπαστικής ή μαρξιστικής Αριστεράς.

Ασπάζεται τις προηγούμενες αρχές και κατευθύνσεις πολιτικής ο ΣΥΡΙΖΑ; Πόσο κοντά είναι σε αυτές ο πολιτικός λόγος και ο τρόπος που άσκησε τη διακυβέρνηση τα τελευταία τέσσερα χρόνια; Πόσο αξιόπιστη μπορεί να θεωρηθεί η προβαλλόμενη σοσιαλδημοκρατική στροφή του με γνώμονα τις ιδεολογικές αναφορές, τις πολιτικές εξαγγελίες και την κυβερνητική του πρακτική; Εκτός αν αρκεστούμε στην αποστροφή ότι «είσαι ό,τι δηλώσεις» ή ό,τι βολεύει σε κάθε συγκυρία.

* Ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου