Αποτελεί κοινό τόπο ότι η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια, η επιστροφή στην κανονικότητα, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης προϋποθέτουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι με τη σειρά τους, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα βασίζονται κατά κύριο λόγο σε εξωτερικές επενδύσεις. Η δια-
μόρφωση, όμως, ενός ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος συναρτάται με σταθερό φορολογικό σύστημα, χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και ασφαλιστικές εισφορές, καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Δυστυχώς η κυβέρνηση σε όλα τα προηγούμενα έχει να επιδείξει μόνο αρνητικές επιδόσεις.

Η δημόσια πολιτική στην οποία κατάφερε να καταστήσει τη χώρα Ευρωπαίο πρωταθλητή είναι η αλόγιστη αύξηση φόρων και εισφορών, που όχι μόνο λειτουργεί ως επενδυτικό αντικίνητρο, αλλά ταυτόχρονα εντείνει την οικονομική ανασφάλεια των εργαζομένων. Μετά από οκτώ χρόνια οικονομικής κρίσης, υπό συνθήκες ελέγχου κεφαλαίων και έχοντας υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα στο εισόδημά τους, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι αισθάνονται ότι το κράτος τούς έχει απομυζήσει-και μάλιστα ως επιλογή μιας «αριστερής» κυβέρνησης. Η σχέση κράτους – πολίτη μεταμορφώνεται σε εχθρική. Η μεσαία τάξη καταρρέει. Η καταναλωτική συμπεριφορά μεταβάλλεται. Το εργασιακό ήθος υποχωρεί.

Η υπερβολική αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών έχει σειρά αρνητικών επιπτώσεων που αφορούν τόσο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας όσο και τη συμπεριφορά εργοδοτών και εργαζομένων. Προκαλεί έξαρση της αδήλωτης εργασίας, της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής, αποτελεί αντικίνητρο ως προς την αύξηση της απασχόλησης και πλήττει την ασφαλιστική συνείδηση. Πρόκειται επίσης για βέβαιη συνταγή απομάκρυνσης εξωτερικών επενδύσεων.

Ωστόσο το χειρότερο είναι ότι η αύξηση φόρων και εισφορών δεν συνοδεύεται ούτε από αναβάθμιση των κοινωνικών παροχών και των υπηρεσιών που θα έπρεπε να καλύπτονται από το κράτος, όπως ασφάλεια από την εγκληματικότητα και φυσικές καταστροφές, υγειονομική φροντίδα, εκπαίδευση και κοινωνική προστασία ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, ούτε από προσδοκία ικανοποιητικών μελλοντικών συντάξεων.

Ειδικότερα ως προς την κοινωνική ασφάλιση, η στρέβλωση της αρχής της ανταποδοτικότητας λειτουργεί ως αντικίνητρο εκπλήρωσης των ασφαλιστικών υποχρεώσεων εργοδοτών και εργαζομένων. Οταν ο εργαζόμενος, κατ’ εξοχήν ο αυτοαπασχολούμενος, θεωρεί ότι οι εισφορές που καταβάλλει σήμερα δεν θα έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα στις μελλοντικές συνταξιοδοτικές του παροχές, το αποτέλεσμα είναι να παρεκτρέπεται σε πρακτικές φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής.

Η αλόγιστη αύξηση φόρων και εισφορών υπό τις παρούσες συνθήκες οδηγεί αναπότρεπτα σε περαιτέρω καθίζηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, χωρίς να επιτυγχάνεται η αύξηση των εσόδων του κράτους και η βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Πρόκειται για μια επικίνδυνη επιλογή, η οποία, όπως ήδη έχει αποδειχθεί, έχει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ενώ μακροπρόθεσμα υπονομεύει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη προς το κράτος, τη διαγενεακή αλληλεγγύη και την ασφαλιστική συνείδηση, κυρίως των νέων.

Το υπερπλεόνασμα για το οποίο καυχιέται η κυβέρνηση είναι πλαστό, ως αποτέλεσμα της εκπτώχευσης της κοινωνίας. Βασίζεται στις σχεδόν διακόσιες χιλιάδες εκκρεμείς συντάξεις, στην υπερφορολόγηση που πνίγει την επιχειρηματικότητα, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στα 3 δισ. οφειλών του κράτους προς την ιδιωτική οικονομία. Ούτε επενδύσεις, ούτε ανάπτυξη, ούτε νέες θέσεις εργασίας, ούτε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου πρόκειται να επιτευχθούν υπό αυτούς τους όρους. Η επιλογή του υπερπλεονάσματος αποσκοπεί μόνο σε μικροκομματικές στοχεύσεις των κυβερνώντων. Για την οικονομία, τους εργαζομένους και ιδίως τους άνεργους οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές.

* Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου