Οι παθογένειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν ήταν ποτέ κρυφές: έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, πολυδαίδαλη γραφειοκρατία με περιορισμένη λογοδοσία, υποβάθμιση των παρεμβάσεων για την άμβλυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, απρόσωπη πολιτική ηγεσία, εσωτερικές διαφωνίες για τον ρυθμό εξέλιξης της ενοποιητικής διαδικασίας.

Ωστόσο κάθε μεγάλη κρίση που έπληττε την Ε.Ε. οδηγούσε σε άλματα προς τα εμπρός, με εμβάθυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, διεύρυνση με νέα κράτη, δημιουργία κύκλων κρατών με ενισχυμένη συνεργασία, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης. Μια συναστρία απρόβλεπτων εσωτερικών και εξωτερικών γεγονότων, όμως, κατέστησε πλέον πιθανότερη τη σταδιακή ή βίαιη αποσύνθεση του ενοποιητικού εγχειρήματος.

Αφετηρία της ευρωπαϊκής αποσύνθεσης ήταν η οικονομική κρίση που ανέσυρε σε πρώτο πλάνο το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, διαχωρίζοντας τα κράτη σε δανειστές και οφειλέτες. Η οικονομική κρίση αναβίωσε ιστορικές έχθρες και πολιτισμικά στερεότυπα τόσο μεταξύ των λαών του Βορρά και του Νότου όσο και μεταξύ των ίδιων των κρατών του λεγόμενου ευρωπαϊκού «διευθυντηρίου», τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Οι δομικές ατέλειες του κοινού νομίσματος, σε συνδυασμό με το εμφανές έλλειμμα ηγεσίας, είχαν ως συνέπεια η αντίδραση στην κρίση να είναι αργή, άτολμη και αποσπασματική, με σοβαρές επιπτώσεις για την πρόσληψη της Ευρώπης από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Το δεύτερο πλήγμα υπήρξε η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, που σε συνάρτηση με την οικονομική εξέθρεψε τον ακροδεξιό εθνολαϊκισμό ακόμη και σε χώρες ή περιφέρειες όπου η οικονομία δεν είχε επηρεάσει την ανάπτυξη, την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο. Η ραγδαία άνοδος του εθνολαϊκισμού, του ρατσισμού και του αντιευρωπαϊσμού αλλού έλαβε τη μορφή της απροκάλυπτης παραβίασης του δημοκρατικού κράτους δικαίου, όπως στην Πολωνία και την Ουγγαρία, ενώ αλλού μιας πιο συγκεκαλυμμένης διάβρωσης του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου, όπως στην Ιταλία, στην Αυστρία και τη Σλοβακία. Αυτή η ακροδεξιά αντισυστημικότητα καλλιεργήθηκε στο ίδιο έδαφος με τον κινηματικό ψευδοριζοσπαστικό αντιευρωπαϊσμό ενός μέρους της Αριστεράς.

Σε αυτή τη συγκυρία συντελείται μια σειρά κοσμογονικών αλλαγών, απρόβλεπτων εκ πρώτης όψεως αλλά απολύτως εξηγήσιμων, με κορυφαίες το Brexit και την εκλογή Τραμπ. Η Ευρώπη συμπιέζεται από εξωτερικές δυνάμεις που απροκάλυπτα την επιβουλεύονται και ενισχύουν τις κεντρόφυγες τάσεις, πρωτίστως από τις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Ρωσία του Πούτιν, ενώ εσωτερικά σπαράσσεται από τη σύγκρουση των ανερχόμενων εθνολαϊκιστών με τα απαξιωμένα παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα. Στο παίγνιο αυτό κρίσιμος ήταν ο ρόλος των νέων μορφών πολιτικής επικοινωνίας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των fake news και της δαιμονοποίησης των αντιπάλων.

Το ρήγμα στο εσωτερικό της Ενωσης είναι βαθύ. Οι ευρωεκλογές του Μαΐου θα διαμορφώσουν ένα εντελώς νέο πολιτικό τοπίο. Το κοινό νόμισμα αμφισβητείται, αφού δεν εκφράζει πλέον την προσδοκία οικονομικής ανάπτυξης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά συνειρμικά παραπέμπει σε περιοριστικά μέτρα, μνημόνια και περιφερειακές ή κοινωνικές ανισότητες.

Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις πολλαπλές κρίσεις: οικονομική, μεταναστευτική, τραπεζική. Ετσι, η φωνή τους καλύπτεται από τις κραυγές των εθνολαϊκιστών. Ακόμη και την ύστατη ώρα, οι ευρωπαϊστές στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και το Παρίσι συνεχίζουν την αργόσυρτη ρουτίνα τους.

Η διάλυση της ενωμένης Ευρώπης είναι προ των πυλών, καθώς 10 χρόνια κρίσεων μοιάζουν να έχουν διαγράψει από τη μνήμη των λαών τα μεγάλα επιτεύγματά της, με σημαντικότερα την ειρήνη και την οικονομική συνεργασία. Μπροστά στην ανάδυση νέων οικονομικών υπερδυνάμεων με αυταρχικά ή ασταθή πολιτικά καθεστώτα, η Ευρώπη κατακερματίζεται αντί να συσπειρώνεται. Για τη δημογραφικά, οικονομικά και αξιακά αποδυναμωμένη Ελλάδα η επερχόμενη αποσύνθεση της Ευρώπης θα έχει τέτοιες επιπτώσεις για την ασφάλεια και την οικονομική σταθερότητα ώστε να χαρακτηρίζεται εθνική τραγωδία.

*Ο Ξενοφών Ι. Κοντιάδης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και Πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου