Για να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, επιβάλλεται να εξεταστεί και να ερμηνευθεί η τουρκική εξωτερική πολιτική των τελευταίων ετών υπό το πρίσμα των ταχέως εξελισσόμενων καταστάσεων που διενεργούνται στο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και ευρύτερα.

Καταρχάς, τα κράτη που εκδηλώνουν αναθεωρητική πολιτική παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οικονομία με δυνατότητα να χρηματοδοτεί φανερές και μυστικές προσπάθειες επιρροής, απόλυτα ελεγχόμενες ένοπλες δυνάμεις, εθνικιστική προδιάθεση σε πολιτικά θέματα και ζητήματα ασφαλείας, υπερσυγκέντρωση εξουσιών στα χέρια του ηγέτη τους και έντονη προσπάθεια επιρροής σε γειτονικά κράτη με χρήση μυστικής και εξαναγκαστικής διπλωματίας. Ποια από αυτά δεν διαθέτει σήμερα η Τουρκία;

Σύμφωνα με την επίσημα εκπεφρασμένη τουρκική άποψη, η Τουρκία είναι σήμερα μία ανερχόμενη περιφερειακή υπερδύναμη στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, που ασφυκτιά μέσα στα όρια που καθορίζουν οι διεθνείς συνθήκες (με προεξάρχουσα τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923) και το Δίκαιο της Θάλασσας. Έχει την πεποίθηση ότι αδικείται, γι’ αυτό και θέλει περισσότερα. Έτσι, επιθυμεί την αλλαγή του νομικού καθεστώτος στις θάλασσες και τη μεταβολή του υπάρχοντος εδαφικού status quo υπέρ της, και σε βάρος της Ελλάδας και των άλλων γειτονικών της χωρών, με σκοπό την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και του ζωτικού της χώρου, όπως η ίδια τον αντιλαμβάνεται.

Ο Τούρκος πρόεδρος καταβάλλει αγωνιώδεις προσπάθειες μέσω της εργαλειοποίησης των οικονομικών σχέσεων προς εκπλήρωση τον επεκτατικών στόχων της προσωπικής του ατζέντας. Οι οικονομικές συνδιαλλαγές που έχει αναπτύξει με άλλα κράτη, του έχουν δώσει την αληθοφανή δικαιολογία για την προώθηση των συμφερόντων της σε παράλληλους άξονες. Παράδειγμα αποτελεί η εγκαθίδρυση στρατιωτικών βάσεων σε Κατάρ και Σομαλία υπό την πρόφαση της προάσπισης των οικονομικών συμφερόντων που έχει αναπτύξει στην περιοχή, ασκώντας επιρροή και επηρεασμό μέσω της προβολής ισχύος. Επιδίδεται, δηλαδή, στην εκμετάλλευση των οικονομικών σχέσεων, αποκτώντας ερείσματα για την ανατροπή ισορροπιών προς ίδιον όφελος, αδιαφορώντας για τα δικαιώματα των υπολοίπων κρατών στη περιοχή.

Απαραίτητο εργαλείο για την επιδίωξη μεταβολών στο status quo είναι ένοπλες δυνάμεις και στρατιωτική ηγεσία πειθήνια όργανα στις ορέξεις του σουλτάνου. Όταν μάλιστα ενισχύονται από την ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας που μπορεί να αντιμετωπίσει τα εμπόδια της εξάρτησης από τρίτες χώρες στις προμήθειες, τότε δίνουν ένα σημάδι για τις μακροπρόθεσμες στοχεύσεις του κράτους. Τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν μετατραπεί σε ένα πιόνι πάνω στη γεωπολιτική σκακιέρα του Τούρκου προέδρου. Η τουρκική στρατιωτική ηγεσία είναι έτοιμη να σκύψει το κεφάλι στις εντολές του Τούρκου προέδρου και να εκτελέσει πρόθυμα κάθε επιχείρηση, η οποία έχει βαπτιστεί ειρηνευτική ή ασφαλείας.

Πώς όμως θα μπορέσει το καθεστώς Ερντογάν να δικαιολογήσει στο εσωτερικό της χώρας τις επεκτατικές του βλέψεις και την πρόθεση αλλαγής του status quo αλλά και τις αναπόφευκτες απώλειες που θα υπάρξουν; Η απάντηση βρίσκεται στην απόπειρα να βαφτιστεί η επιθετική τουρκική εξωτερική πολιτική ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας, εξ ου και το δόγμα της “Προωθημένης Άμυνας” (Forward Defense) το οποίο υπαγορεύει την ανάγκη προληπτικής αντιμετώπισης των απειλών που υποθετικά αντιμετωπίζει η Τουρκία. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η στρατιωτική επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας” στη Συρία με σκοπό την αποτροπή δημιουργίας αυτόνομης ή ημι-αυτόνομης κουρδικής οντότητας.

Στο Αιγαίο, η ανάλογη απόπειρα έχει πάρει την ονομασία “Γαλάζια Πατρίδα” με την Ελλάδα στο κάδρο για τις υποτιθέμενες βλέψεις ενεργειακής εκμετάλλευσης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, έχοντας και την υποστήριξη της ΕΕ. Μάλιστα για να δημιουργηθεί και μία πιο δυνατή εικόνα που να απηχεί στον ψυχισμό των Τούρκων πολιτών, επιχειρείται σύνδεση των παραπάνω με εμμονές και φοβικά στερεότυπα τύπου “συνδρόμου Σεβρών”.

Ένα ακόμη συστατικό του αναθεωρητισμού είναι η συγκέντρωση υπέρμετρων εξουσιών στο πρόσωπο του επικεφαλής του κράτους και ο αποτελεσματικός έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Είναι επίσης γνωστό τοις πάσι ότι το πολιτικό τοπίο της Τουρκίας απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί υγιές. Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει φροντίσει να εγκαταστήσει ένα μηχανισμό που να του επιτρέπει τον απόλυτο έλεγχο των νευραλγικών τομέων της λειτουργίας του τουρκικού κράτους, εξασφαλίζοντας του απόλυτη εξουσία και ελευθερία κινήσεων. Απόδειξη της παραπάνω τακτικής είναι η φημολογούμενη δήλωσή του την εποχή που ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, ότι “Η δημοκρατία είναι σαν ένα τραμ. Όταν φτάσουμε στη στάση μας, κατεβαίνουμε. Η δημοκρατία δεν είναι αυτοσκοπός, είναι ένα εργαλείο” .

Διαχρονικά πιστός σε αυτή την θεώρηση, έχει επιδοθεί σε ένα ανελέητο κυνήγι πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων και γενικότερα οιουδήποτε θεωρεί ότι είναι εμπόδιο στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Και για να εξασφαλίζει ότι δεν θα υπάρχουν θύλακες αντίδρασης στο καθεστώς που έχει εγκαθιδρύσει, πρόσφατα ψήφισε νόμο που παραχωρεί αυξημένες εξουσίες στα λεγόμενα “περίπολα των συνοικιών”, ένα θεσμό λαϊκής πολιτοφυλακής που ελέγχει απόλυτα και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση στις 11 Ιουνίου, μέρος αυτών των πολιτοφυλακών κατέχουν οπλισμό νομίμως.

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αποδεικνύεται σταθερά αναθεωρητική, ενώ παράλληλα περιλαμβάνει καιροσκοπικές συμμαχίες με σκοπό την αποκόμιση οφελών. Πρόσκαιρα οφέλη όμως που πιστά υπηρετούν σταθερές και μακροπρόθεσμες στοχεύσεις, καλυμμένες πάντα με θρησκευτική ή πολιτιστική επίφαση για να τυγχάνουν θετικής απήχησης και να γίνονται αποδεκτές από τη διεθνή κοινότητα. Παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Λιβύης όπου η υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου είναι το αποτέλεσμα μίας σχέσης που αποκαταστάθηκε μόλις το 2011. Και την ίδια στιγμή που συγκροτεί λυκοφιλίες, από την άλλη πλευρά δεν διστάζει να έρθει σε ελεγχόμενη αντιπαράθεση ακόμα και με υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ για την προμήθεια των πυραύλων S-400 και τη Γαλλία και να θέσει σε δοκιμασία Οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.

Στο κυνήγι των υπερφίαλων σχεδίων και της προσπάθειας απόδειξης ότι ανήκει στις Μεγάλες Δυνάμεις, ξετυλίγει πλήθος ζητημάτων, μετρώντας παράλληλα και αντιδράσεις. Και όταν οι αντιδράσεις είναι χλιαρές ή ανύπαρκτες, όπως στην περίπτωση των γεωτρήσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ ή της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τότε αποθρασύνεται ακόμη περισσότερο και προχωράει στο επόμενο βήμα, εκπληρώνοντας έτσι όλες τις προϋποθέσεις για να καταταγεί στην κατηγορία του αναθεωρητικού κράτους.

Αν τα παραπάνω δεν δικαιολογούν ανησυχία στα υπόλοιπα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, τότε πολύ απλά είτε δεν βλέπουν τη μεγάλη εικόνα ή πιστεύουν ότι τα συμφέροντα τους δεν πλήττονται ακόμα από τον επεκτατισμό της Τουρκίας, ή ακόμα χειρότερα θεωρούν ότι η κατάσταση αφορά όλους τους άλλους αλλά όχι αυτούς. Ο αναθεωρητισμός όμως ιστορικά λειτουργεί αλλιώς και τους αφορά πάντα όλους, πολύ απλά γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει αλλιώς. Το θέμα με τον αναθεωρητισμό δεν είναι εάν θα έρθει η σειρά σου, αλλά το πότε θα έρθει. Όσοι εφησυχάζουν δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στις πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα, Οζουγκέργκιν, ότι η Άγκυρα κάνει πάντα αυτό που λέει. Το πρόβλημα πλέον δεν είναι διμερές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Οι επεκτατικές βλέψεις της γείτονος είναι στο κατώφλι της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής μετά και τις δηλώσεις Ερντογάν ότι “Η ανάσταση της Αγίας Σοφίας είναι ένας από καρδιάς χαιρετισμός σε όλες αυτές τις συμβολικές πόλεις πολιτισμού από τη Μπουχάρα έως την Ανδαλουσία” και “προάγγελος της απελευθέρωσης του τεμένους Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ”. Θα εκδηλωθούν, δηλαδή, έχοντας ως προπύργιο τα ισλαμικά προγεφυρώματα τα οποία ακόμα πανηγυρίζουν με την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Κατά την αντίληψη του Ερντογάν δεν είναι καθόλου δύσκολο για την Τουρκία να δημιουργήσει έναν εχθρό σήμερα, να εγείρει ένα “δήθεν” πολιτιστικό ή θρησκευτικό ζήτημα και να χτίσει το αφήγημα της πάνω σε αυτό. Γι’ αυτό και πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σήμερα, πριν η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο και ακόμη και αυτός που δεν ανησυχεί ιδιαίτερα, βρεθεί ξαφνικά στο στόχαστρο της Τουρκίας με την πρόφαση ότι την απειλεί. Γιατί τον οπαδό του αναθεωρητισμού τον απειλούν όλοι.

Στον αντίποδα του τουρκικού αναθεωρητισμού, η Ελλάδα υπερασπίζεται τις θέσεις της ασκώντας την εξωτερική πολιτική της με αρχές που εδράζονται στο Διεθνές Δίκαιο, στις σχέσεις καλής γειτονίας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλοσεβασμού. Και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης ισχύος ή αδυναμίας αλλά αποτελεί την έκφραση της κουλτούρας ενός πολιτισμένου λαού, που αισιοδοξεί να δημιουργεί και να ευημερεί σε ένα υγιές και ασφαλές περιβάλλον, σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας και σταθερότητας. Σε αυτό τον πολλές φορές ανηφορικό δρόμο της προσήλωσης στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου αλλά και της στηλίτευσης των παράνομων ενεργειών και της εναντίωσης σε όσους τους παραβιάζουν, δεν πρέπει να είμαστε μόνοι. Οι μάσκες της δήθεν καλής γειτονίας και του εποικοδομητικού διαλόγου με την Ελλάδα που “επιθυμεί” η Τουρκία πέφτουν και όλος ο πολιτισμένος κόσμος καθίσταται κοινωνός των αναθεωρητικών της βλέψεων και του τραμπουκισμού που ασκεί στην Ανατολική Μεσόγειο.

Αλλά ακόμα και αν κανείς δεν μας συνδράμει στην ύψωση ενός αδιαπέραστου τείχους έναντι της τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας, η Χώρα μας διαθέτει την απαραίτητη ετοιμότητα, οργάνωση αλλά και ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις ώστε να το πράξει. Το έχουμε αποδείξει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας μας και θα το ξανααποδείξουμε, όποτε και αν απαιτηθεί, παρακινώντας και τα άλλα εχέφρονα κράτη που, φαίνεται να διστάζουν, ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις τους και να αντιπαρατεθούν στους Τούρκους με τους δικούς τους όρους και όχι όπως το σχεδιάζει και προσπαθεί να το επιβάλλει η Τουρκία.

Διαφορετικά, η νομοτέλεια του αναθεωρητισμού θα επιβληθεί κατά τρόπο επιβλαβή και επώδυνο για όλη την περιοχή, και αυτό δεν θα πρέπει να συμβεί.