Η χώρα τα τελευταία 7 χρόνια έχει χάσει το 25% του εθνικού της πλούτου (ΑΕΠ). Αυτό συνέβη διότι σταμάτησε η χρηματοδότηση του κράτους με δανεικά κεφάλαια και σχεδόν μηδενίστηκε η προ δεκαετίας αλόγιστη δανειοδότηση των τραπεζών προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Δανειοδότηση που πολλές φορές δεν λάμβανε υπόψη της τη βιωσιμότητα των χρεών που χορηγούσε και σε κάθε περίπτωση δεν είχε προβλέψει τα «κόκκινα» ανοίγματα που θα δημιουργούνταν στο τραπεζικό σύστημα αν η οικονομία εισερχόταν σε ύφεση.

Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αυξάνει το μέγεθός της με δάνεια. Πρέπει να μεγεθύνεται με υγιή τρόπο, που δεν είναι άλλος από την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Πρέπει είτε νέοι επενδυτές, είτε οι υπάρχοντες επιχειρηματίες να αποφασίσουν να επενδύσουν στην Ελλάδα και να επεκτείνουν την παραγωγική δραστηριότητά τους στη χώρα μας.
Και επειδή δεν υπάρχει τραπεζικό σύστημα στη χώρα για να χρηματοδοτήσει την οικονομία, πρέπει να επενδύσουν τα δικά τους χρήματα προσδοκώντας κέρδη από την επένδυσή τους.

Ας αναρωτηθεί ο καθένας πόσο πιθανό είναι αυτό με τη σημερινή κατάσταση. Οχι πολύ, λέω εγώ. Υπάρχουν κάποια θεμελιώδη μεγέθη που δείχνουν τη σοβαρότητά της:
■ Τραπεζικές καταθέσεις: Το 2009, 250 δισ. ευρώ, σήμερα μόλις 125, χωρίς να φαίνεται σοβαρή προοπτική ενίσχυσής τους.
■ Κόκκινα δάνεια: Το 2009 περίπου 10 δισ. ευρώ, σήμερα είναι 110, με τάση αυξητική.
■ Υποχρεώσεις σε Εφορία: Το 2009, 32 δισ. ευρώ, σήμερα 92, με τάση ανόδου περίπου 1 δισ. ευρώ τον μήνα.
■ Υποχρεώσεις σε ασφαλιστικά ταμεία: Το 2009, 2 δισ. ευρώ, σήμερα 25, με τάση ανόδου.
■ Το κυριότερο! Σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχους. Το 2009, 1,72/1, ενώ σήμερα 1,27/1, με τάση μείωσης του δείκτη.

Δηλαδή η σύνταξη ενός συνταξιούχου καταβάλλεται από τις εισφορές 1,27 εργαζομένων. Αυτό δίνει σύνταξη περί τα 400 ευρώ από 1,27 εργαζόμενους των 1.000 ευρώ μεικτά. Τα υπόλοιπα τα βάζει το κράτος.

Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι η δημογραφική τάση είναι εναντίον μας, τότε θα κατανοήσουμε ότι αυτό είναι σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας. Αν δεν υπάρξουν δραστικές παρεμβάσεις, η οικονομία θα βυθίζεται σε τέλμα και κάποια στιγμή, στις αρχές του 2017, εκτιμώ ότι θα υπάρξει σοβαρή απόκλιση στους στόχους για τα φορολογικά έσοδα και τα έσοδα των ασφαλιστικών εισφορών, άρα δημοσιονομικός εκτροχιασμός.

Για να υπάρξει αναστροφή της κατάστασης απαιτούνται βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις με φιλελεύθερο προσανατολισμό. Μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν πολλά από όσα γνωρίζαμε τα τελευταία 42 χρόνια.

Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να ξεκινήσουν από τη λειτουργία του κράτους με ριζική μείωση των δομών του και ουσιαστικό περιορισμό της παρέμβασής του στην οικονομία. H μείωση του κόστους του κράτους θα επιτρέψει γενναία μείωση φορολογικών συντελεστών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, άρα θα αποτελέσει κίνητρο για νέες επενδύσεις στην οικονομία, οι οποίες θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας.

Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να αλλάξουν πολλά στο ασφαλιστικό μας σύστημα. Η ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης, ως τρίτου ισχυρού πυλώνα, είναι μονόδρομος, ενώ πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά νέους τρόπους κάλυψης του κόστους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για όλους τους Έλληνες απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι μέσα από το δαιδαλώδες και γραφειοκρατικό σύστημα ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών ταμείων.

Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να λύσουν το φορολογικό αδιέξοδο που βιώνουν οι Έλληνες την τελευταία επταετία. Περισσότεροι από τους μισούς χρωστούν στην Εφορία. Δεν έγιναν ξαφνικά κακοπληρωτές οι συμπατριώτες μας. Δεν μπορούν να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.

Αυτή η αδυναμία προκύπτει από τον συνδυασμό ύφεσης της οικονομίας και υψηλών φορολογικών συντελεστών. Μου μοιάζει τουλάχιστον «χαζό» να συνεχίζουμε να χρεώνουμε με φόρους νοικοκυριά και επιχειρήσεις που δεν μπορούν να πληρώσουν.

Οι μεταρρυθμίσεις αναπόφευκτα θα ακουμπήσουν και το τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει μεγάλη ευθύνη για τα ελλείμματα που φόρτωσε στους φορολογούμενους, ενώ εμφανίζεται αδύναμο να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση της τελευταίας επταετίας. Η γενναία ρύθμιση των κόκκινων δανείων είναι μονόδρομος, μαζί με ενίσχυση της εποπτείας του για την αποφυγή ανάληψης κινδύνων σε άυλες επενδύσεις και αποφυγή χορήγησης επισφαλών δανείων.

Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να φτάσουν βαθιά ώστε να ανακουφίσουν τους συμπολίτες μας, αλλά και να απελευθερώσουν παραγωγικές δυνάμεις να επενδύσουν και έτσι να αυξήσουν τον εθνικό πλούτο, που είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος για να αναστραφεί η αρνητική τάση των μεγεθών.

* Ο κ. Μανώλης Γραφάκος είναι αναπληρωτής γραμματέας Προγράμματος και μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας