Τον Ιανουάριο του 2015, πολλοί συμπατριώτες μας, αποσβολωμένοι από αυτό που ζούσαν στη χώρα την τελευταία εξαετία και μη μπορώντας να ερμηνεύσουν τι είχε συμβεί, πίστευαν, ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες, ότι:

– Η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα θα τερμάτιζε τα μνημόνια και θα φόβιζε την Ευρώπη
– Θα γινόταν γενναίο κούρεμα του χρέους
– Θα δάνειζαν τη χώρα μας οι Ρώσοι και οι Κινέζοι, άρα δεν θα είχαμε ανάγκη τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ.

Υπήρξε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που πίστεψε «την άλλη λύση από τα μνημόνια των Σαμαροβενιζέλων…»

Έχω την εντύπωση ότι σήμερα, μετά και όσα δρομολογούνται από τις αποφάσεις του Eurogroup της 9ης Μαϊου, όλο και λιγότεροι συμπολίτες μας πιστεύουν ότι τις δυσκολίες που βιώνουν, μπορεί να τις ανακουφίσουν τέτοιες προοπτικές.

Έτσι, επειδή είναι στην ανθρώπινη φύση, η πίστη και η ελπίδα για κάτι καλύτερο, θα αναζητηθεί από τους πολίτες μια νέα πρόταση που θα φέρει ελπίδα ξανά στους Έλληνες.

Το ερώτημα είναι αν αυτή η νέα πρόταση ελπίδας που θα εμπιστευθεί μια μεγάλη πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, θα βασίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα ή θα επικρατήσουν άλλες λογικές που θα εδράζονται στο λαϊκισμό και στη δημαγωγία.

Όλοι όσοι πιστεύουμε στην αξία της ελευθερίας, στην άποψη ότι η πολιτεία πρέπει να παρέχει ίδιες ευκαιρίες σε όλους, όλοι όσοι πιστεύουμε στην όσο το δυνατό μικρότερη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, νομίζω έχουμε υποχρέωση αυτή τη χρονική συγκυρία να προβάλλουμε τη μόνη ρεαλιστική πρόταση εξόδου από την κρίση. Έχουμε υποχρέωση να προβάλλουμε και να εξηγήσουμε με απλά λόγια στην κοινωνία τη φιλελεύθερη πρότασή μας.

Έχω την εκτίμηση ότι μετά τη διάψευση των προσδοκιών που προανέφερα, αλλά και μετά τη χρεοκοπία των πρόχειρων, δημαγωγικών και λαϊκιστικών πολιτικών πρακτικών, οι πολίτες θα μπορούσαν να ακούσουν, να καταλάβουν και να πιστέψουν σε μια απλή, αποτελεσματική και τεκμηριωμένη λύση. Μια λύση με φιλελεύθερο πρόσημο, που όμως θέλει βάθος χρόνου και δουλειά για να βιώσουμε τα θετικά αποτελέσματά της.

Οι πολίτες πλέον έχουν αντιληφθεί ότι το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων είχε αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, επειδή αυξήθηκε η ρευστότητα της οικονομίας μέσα από τα δάνεια των αγορών προς το κράτος, προκειμένου αυτό να καλύψει τα ελλείμματά του.

Οι πολίτες επίσης έχουν αντιληφθεί ότι πλέον αυτό δεν θα ξανασυμβεί.

Είμαι σίγουρος ότι μεγάλο τμήμα των συμπολιτών μας μπορεί τώρα να συνειδητοποιήσει ότι η ρευστότητα της οικονομίας, από τη στιγμή που δεν μπορεί να δανείζεται το ελληνικό κράτος, αυξάνεται μόνο με:

– αύξηση της κατανάλωσης,

– αύξηση των επενδύσεων,

– αύξηση των εξαγωγών και

– μείωση των εισαγωγών.

Τι από αυτά τα τέσσερα μπορεί να γίνει πιο γρήγορα και να έχει ταχύτερα αποτελέσματα; Προφανώς η αύξηση των επενδύσεων και μάλιστα των ιδιωτικών.

Αλήθεια όλοι όσοι προσδοκούμε καλύτερες μέρες, όλοι όσοι αναζητούν εργασία, αν είχαν χρήματα θα τα επένδυαν σήμερα στη χώρα; Μάλλον όχι είναι η απάντηση.

Αν όμως η φορολογία ήταν π.χ. 15%, θα το επιχειρούσαν κάποιοι; Σίγουρα ναι.

Όμως η φορολογία είναι μεγάλη, γιατί οι δαπάνες του κράτους μας είναι ψηλές.

Αν λοιπόν μειώσουμε τις κρατικές μας δαπάνες, τότε θα μειωθεί η ανάγκη επιβολής υψηλών φόρων και τότε κάποιοι θα αρχίσουν να επενδύουν, άρα να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας πιο γρήγορα και να έχει αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών.

Αυτή είναι η απλή εξίσωση του φιλελευθερισμού, που κατά την άποψή μου η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα σε θέση να κατανοήσει, να εμπιστευθεί και να προσπαθήσει για την υλοποίησή της.

Σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πολιτικός εκείνος που μπορεί να κάνει πράξη αυτή την προοπτική με αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα. Και αυτό γιατί ο ίδιος την πιστεύει βαθιά μέσα του. Γιατί ο ίδιος τα τελευταία 12 χρόνια δεν λαΐκισε, δεν δημιούργησε φρούδες ελπίδες στους πολίτες και έτσι έχει σημαντικά αποθέματα αξιοπιστίας.

Κλείνοντας σημειώνω ότι όλοι όσοι σήμερα βλέπουμε ως μόνη προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας και μείωσης της ανεργίας, την εφαρμογή μιας φιλελεύθερης πολιτικής που θα μειώνει τις κρατικές δαπάνες και έτσι θα μειώσει την υψηλή φορολογία, ώστε να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις στη χώρα, πρέπει να πιστέψουμε ότι οι πολίτες είναι έτοιμοι να ακούσουν και να πιστέψουν τις προτάσεις μας.

Μπορούμε να πείσουμε τους συμπολίτες μας για την ελπίδα που θα φέρει η εφαρμογή της εξίσωσης του φιλελευθερισμού. Μπορούμε την εξίσωση αυτή να την κάνουμε λαϊκή, απλή, κατανοητή και να δώσουμε στον άνεργο και στο νέο άνθρωπο να πιστέψει ότι:

Μείωση των δαπανών του κράτους = μείωση φορολογίας = αύξηση επενδύσεων = νέες θέσεις εργασίας.

Ελπίδα ξανά λοιπόν!

* Ο Μανώλης Γραφάκος είναι μέλος Πολιτικής Επιτροπής και Αναπλ. Γραμματέας Προγράμματος ΝΔ, οικονομολόγος