Χαρακτηριστική είναι φράση με την οποίαν στενός συνεργάτης του τέως πρωθυπουργού αποτίμησε τη συνέντευξη: “Επιτέλους, ο Αλέξης με τις απαντήσεις που έδωσε και τις προσεγγίσεις που έκανε στα θέματα του κορονοϊού, του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, της τουρκικής προκλητικότητας και εν γένει σε όσα απασχολούν τους πολίτες και την επικαιρότητα έδειξε ότι θέλει να είναι αρχηγός τακτικού στρατού και όχι επικεφαλής ατάκτων”.

Αντίθετα, προβεβλημένα στελέχη της αριστερής μειοψηφίας εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για την εικόνα του “ευαίσθητου διαχειριστή” των προβλημάτων, που εξέπεμψε ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Στην παρατήρηση ό,τι η κοινωνία έχει βαρεθεί την πολιτική αντιπαράθεση με όρους “άσπρο – μαύρο” και η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη της τεχνοκρατικής επάρκειας και της διαχειριστικής ικανότητας των κυβερνώντων, η απάντηση ήταν:

“Αν επιλέξουμε αυτή την τακτική -που η αλήθεια είναι ότι την εισηγούνται στον Τσίπρα αρκετοί εκ των συνεργατών του- τότε είναι σα να προσφέρουμε μία δεύτερη κυβερνητική θητεία στον Μητσοτάκη. Αν επικρατήσει το δίλλημα: “ποιός είναι ο καλύτερος διαχειριστής, ο αποτελεσματικός ή ο ευαίσθητος;” οι πολίτες θα προτιμήσουν, και σε περιόδους κρίσης είναι λογικό, τον αποτελεσματικό, δηλαδή τον Κυριάκο αφού αυτή είναι η εικόνα που προβάλλει και όχι τον Αλέξη που, στη συνέντευξη, εμφανίστηκε ως περισσότερο ευαίσθητος στην επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις”.

Την εκτίμηση για μια πιθανή δεύτερη θητεία Μητσοτάκη την συνδέουν πάντως στον ΣΥΡΙΖΑ με το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών. Σχεδόν άπαντες, ακόμη και οι πλέον φανατικοί, θεωρούν ότι στην περίπτωση που στηθούν κάλπες το Φθινόπωρο η ΝΔ, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, θα κόψει πρώτη και με διαφορά το νήμα. Μάλιστα, μέχρι και πριν μερικές ημέρες στην Κουμουνδούρου θεωρούσαν ότι ο Μητσοτάκης θα προσφύγει όντως στη λαϊκή ετυμηγορία.

Μεταξύ αυτών και ο Αλέξης Τσίπρας. Τώρα, μετά και την απόφαση για τα 750 δις της ΕΕ και τα σημαντικά ποσά που αντιστοιχούν στη χώρα μας, οι περισσότεροι έχουν πειστεί ότι οι εκλογές πάνε όντως για το τέλος της τετραετίας. Βεβαίως, η αλλαγή των οικονομικών όρων του πολιτικού παιχνιδιού ουσιαστικά καταργεί και το “Μένουμε όρθιοι 2” που παρουσιάστηκε στο Ζάππειο και ακυρώνει την κριτική στην κυβέρνηση για ολιγωρία και έλλειψη σχεδίου. Ο Τσίπρας μπορεί να υποστηρίζει ότι η απόφαση των Βρυξελλών συνηγορεί υπέρ της ορθότητας της πρότασής του, να υπάρξει εμπροσθοβαρής και γενναία βοήθεια σε επιχειρήσεις και εργαζομένους για να αντιμετωπιστούν ύφεση και ανεργία, όμως η ύπαρξη ενός ουσιαστικά δεύτερου ΕΣΠΑ για την επταετία 2021 -2028 δίνει το πλεονέκτημα σ’ αυτόν που θα διαχειριστεί τα κονδύλια και όχι σ’ αυτόν που το επικαλείται.

Και η αλήθεια είναι ότι για τα επόμενα επτά χρόνια είναι πολλά τα λεφτά που θα έχει να διαχειριστεί όποιος είναι στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με κυβερνητικούς υπολογισμούς ξεπερνούν τα 100 δις. Στα 32,5 δις ταμείο, που σύμφωνα με το υπουργείο οικονομικών έχει αυτή τη στιγμή το Δημόσιο θα προστεθούν άλλα τόσα από το Ταμείο Ανακάμψης. Επιπροσθέτως, το ελληνικό μερίδιο από τον ενισχυμένο προϋπολογισμό της ΕΕ, μαζί με τις αγροτικές ενισχύσεις, φτάνει στην επταετία τα 37 δις. Σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται τα ποσά αφενός από το Πρόγραμμα SURE, τον ESM και την Αναπτυξιακή Τράπεζα που μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να αντλήσει η κυβέρνηση και αφετέρου από τις μελλοντικές εκδόσεις ομολογιών και εντόκων γραμματίων, που όπως διαμορφώνονται τα δεδομένα θα είναι με επιτόκια που συμφέρουν το δημόσιο. Ακόμη κι αν τα ποσά του Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι τελικά 32 δις, αλλά λιγότερα, ας πούμε 20, και πάλι στην επταετία τα κονδύλια που θά έχει να διαχειριστεί η παρούσα κυβέρνηση μέχρι το 2023 και η επόμενη μέχρι το 2027 είναι μεσοσταθμικά κατ’ έτος περίπου 14-15 δις.

Είναι πολλά τα λεφτά. Και δίνει μεγάλο άνεση άμα και πλεονέκτημα σε όποιον έχει την ευθύνη διαχείρισή τους. Πλεονέκτημα πολιτικό και εκλογικό, το οποίο, όπως παραδέχονται και νουνεχή στελέχη της (μείζονος και ελάσσονος) αντιπολίτευσης, γίνεται ακόμη πιο ισχυρό αν αναλογιστούμε ότι μετά το 2022 δεν θα υπάρχει και η υποχρέωση των υπερπλεονασμάτων. Ο πρωθυπουργός θα έχει, εκτός δραματικού απροόπτου και υπό την προϋπόθεση ότι θα ελεγχθεί ιατρικά ο covid-19, άνεση χειρισμών. Και για να κερδίσει μια δεύτερη τετραετία θα μπορεί να συνδυάσει πολιτική παροχών, ακόμη και ρουσφέτια, σε συνδυασμό με μεταρρυθμιστική φιλολογία και απόπειρες παραγωγικής αναδιάρθρωσης Όλα τα ανωτέρω είναι που προβληματίζουν και διχάζουν την Κουμουνδούρου, αφού από μια πρώτη ανάγνωση, όπως παραδέχεται βουλευτής και πρώην υπουργός του Αλ. Τσίπρα, ευνοείται ο Μητσοτάκης.

“Αυτός είναι τώρα στην κυβέρνηση, τα πήγε καλά στην υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας και αυτός θα διαχειριστεί τον πακτωλό κονδυλίων και μάλιστα με χαλαρούς έως ανύπαρκτους δημοσιονικούς περιορισμούς”, μάς λέει. Και ο διχασμός, τούτων δοθέντων, έγκειται στον τρόπο με τον οποίον πρέπει να αντιπολιτευθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι τα 750 δις των Μέρκελ – Μακρόν κοινός τόπος και των δύο ρευμάτων, (των νεοαυριανιστών και των νεοεκσυγχρονιστών όπως κατεγράφησαν στην κομματική αργκό) ήταν συναίνεση στα υγειονομικά και επίθεση στην κυβέρνηση στα οικονομικά αφού έρχονται μεγάλη ύφεση και ανεργία.

Υπάρχουν όμως τρία δεδομένα τα οποία -εκτός της σημαντικής οικονομικής βοήθειας που φαίνεται ότι θα έχει από την ΕΕ η κυβέρνηση- έχουν τροποποιήσει σημαντικά τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού και τα οποία, όπως συζητείται σε εσωκομματικούς κύκλους, δεν μπορεί να αγνοήσει η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το πρώτο, είναι ότι η πανδημία του κορονοϊού βοήθησε την ελληνική κεντροδεξιά να αναδείξει κοινωνικά χαρακτηριστικά (δημόσιος χαρακτήρας της υγείας, υπέρτατη αξία η ανθρώπινη ζωή, αλληλεγγύη, προστασία εργαζομένων) που μέχρι τώρα ήταν προνόμιο και σήμα κατατεθέν της σοσιαλδημοκρατίας. Στη ΝΔ κυριαρχούσαν οι σκληρές δεξιές έως και ακραίες νεοφιλελεύθερες απόψεις.

Τώρα ο κοινωνικός νεοφιλευθερισμός, που επαγγέλεται η συντηρητική παράταξη δείχνει, όπως παραδέχεται και κορυφαίος υπουργός, να εμπλουτίζεται και με αρχές της αριστεράς. Η μετατόπιση λοιπόν της ΝΔ προς το Κέντρο γίνεται πιο εύκολα και όχι μόνο με δέλεαρ κυβερνητικές και κρατικές θέσεις, αλλά και με πολιτικές που μπορούν να παράσχουν το άλλοθι που πιθανώς χρειάζονται τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ που θέλουν να προσχωρήσουν στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Η κεντρώα διείσδυση του Μητσοτάκη φέρνει σε δύσκολη θέση όχι μόνον τη Φώφη Γεννηματά, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα αφού εγείρονται επιπλέον αναχώματα στην προσπάθεια του Συριζα να διεμβολίσει το ΚΙΝΑΛ και να καταλάβει αυτός το σύνολο του κεντρο-αριστερού χώρου.

Το δεύτερο, που ανέδειξε η πανδημία του covid-19, είναι το θέμα της ηγεσίας. Με τον τρόπο που πολιτεύθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενισχύθηκε η “ενός ανδρός αρχή”, που αλλάζει αποφάσεις, παραδέχεται λάθη, είναι αποτελεσματικός ακόμη και αυταρχικός. Πλέον το πρότυπο του ηγέτη που κερδίζει έδαφος δεν είναι αυτό του “μπαλκονάτου” που είναι ευφραδής και ξεσηκώνει τα πλήθη από την εξέδρα. Η τεχνοκρατική γνώση, οι ξένες γλώσσες, οι διεθνείς επαφές, τα δίκτυα επικοινωνίας, η πρόσβαση σε λομπι αποφάσεων, θεωρούνται προτερήματα για έναν πρωθυπουργό, αλλά και για τους ανθρώπους που αναλαμβάνουν να ασκήσουν κυβερνητικά καθήκοντα.

Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι τελικά ο κορονοϊός βοήθησε να μετακινηθεί το πολιτικό εκκρεμές προς τα δεξιά αφού όπως μάς λένε “η πανδημία ενίσχυσε στην Ευρώπη τους συντηρητικούς, αφού ο φόβος και η ανασφάλεια κυριάρχησαν, ενώ η συμμαχία Μακρόν – Μέρκελ αφόπλισε τελικά τον Νότο και επούλωσε τις πληγές της Γερμανίας που ηγείται του μπλοκ των βορείων”. Η ευρωπαϊκή αριστερά, όπως παραδέχονται, ουσιαστικά μπήκε στο περιθώριο αφού δεν κατάφερε να συγκροτήσει μια διαφορετική εναλλακτική ή έστω να κάνει αισθητή την παρουσία της με ένα άλλο πρόγραμμα για τα θέματα των επιδημιών, της κλιματικής αλλαγής, της μετανάστευσης και όσων άλλων αναδεικνύονται σε θέματα αιχμής στον 21ο αιώνα.

Το τρίτο δεδομένο είναι ότι ακύρωσε το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο ο Τσίπρας, η ομάδα των λεγόμενων προεδρικών και οι πασοκογενείς ήλπιζαν ότι θα συνέβαλε αποφασιστικά στη μετεξέλιξη του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς σε φορέα της Προοδευτικής Παράταξης. Πλέον, “η ένταξη των πασοκογενών και λοιπών δυνάμεων θα πρέπει να γίνει στον ΣΥΡΙΖΑ και όχι στην Προοδευτική Συμμαχία”, μάς λέει στέλεχος των 53 και με τη θέση αυτή αρχίζουν να συμφωνούν και τμήματα της ομάδας των προεδρικών.

Η προτεραιότητα που θέτει τώρα ο Τσίπρας (αν πιστέψουμε συντρόφους του που γνωρίζουν, υποτίθεται, τις σκέψεις και τα σχέδιά του) είναι η προγραμματική συμμαχία με το ΚΙΝΑΛ και άλλες προοδευτικές συλλογικότητες και προσωπικότητες. Το συνέδριο κάποια στιγμή θα γίνει, όχι βέβαια ψηφιακά όπως πρότεινε ο Νίκος Παππάς, αλλά ο προσανατολισμός και οι όροι διεξαγωγής του θα πρέπει να επικεντρωθούν, μάς λέει συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα, “όχι στις κομματικές διευθετήσεις, αλλά στη νέα στρατηγική εξουσίας, πως δηλαδή θα διαμορφώσουμε μια μεγάλη κυβερνητική προοδευτική παράταξη που θα αμφισβητήσει τη δεξιά ηγεμονία και θα διεκδικήσει, μέσω συμμαχιών, την επάνοδο στη διακυβέρνηση”.

Ο ίδιος παραδέχεται πως ακόμη και σ’ αυτό το στόχο ο Μητσοτάκης βρίσκεται σε καλύτερη θέση αφού η μετατόπιση της ΝΔ προς το Κέντρο γίνεται με όρους εξουσίας. Στα κυβερνητικά και συστημικά κόμματα είναι δύσκολες οι διαφωνίες όταν κατέχουν το γκουβέρνο. Αντίθετα, το εγχείρημα της μετεξέλιξης και της μεγάλης Κεντρο-αριστεράς που επιχειρεί ο Τσίπρας, όντας στην αντιπολίτευση, προκαλεί τριβές και αντιδράσεις που γίνονται μεγαλύτερες επειδή “σημαντικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει αριστερά και δεν έχει προσχωρήσει τον κυβερνητισμό, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις τάξεις των πασοκογενών”.

Τέλος, υπάρχει ένα ακόμη θέμα που φορτίζει τον εσωκομματικό προβληματισμό στην Κουμουνδούρου. Κι αυτό είναι το πρόγραμμα. Το “μένουμε όρθιοι 2” που παρουσιάστηκε στο Ζάππειο και το “μένουμε όρθιοι 3” που θα παρουσιαστεί στη ΔΕΘ δεν είναι η στρατηγική πρόταση, το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο προετοιμάζεται (από ομάδα υπό τον Γιώργο Σταθάκη) να παρουσιαστεί και να εγκριθεί στο συνέδριο -όταν αυτό γίνει. Το ερώτημα που, πάντως δικαιολογημένα, θέτουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι το εξής: “Δηλαδή αν ο Μητσοτάκης κάνει εκλογές και μεις δεν έχουμε κάνει συνέδριο, δεν θα έχουμε πρόγραμμα;”. Την αντίφαση αυτή προσπαθεί να διασκεδάσει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος λέγοντας ότι τα “Μένουμε όρθιοι 1, 2 και πιθανώς 3″ είναι γέφυρα για το (κυβερνητικό) πρόγραμμα του συνεδρίου”.

Όμως το κενό στην πολιτική επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει και εφόσον δεν βρουν τρόπους να το καλύψουν μπορεί να τους καταπιεί αφού διαγενομένου του χρόνου οι συνθήκες, και είναι λογικό, θα μεταβάλλονται, ενώ δεν αποκλείεται εάν κάτι στραβώσει στους σχεδιασμούς Μητσοτάκη να έχουμε ακόμη και εκλογές. Δύσκολο, αλλά και δεν μπορεί να αποκλειστεί. Γι’ αυτό κάποιοι εισηγούνται το Πρόγραμμα να αποσυνδεθεί από τις κομματικές διαδικασίες και ενδεχομένως ίσως χρειάζεται, λένε, “ο Τσίπρας να εισηγηθεί το νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπως το οραματίζεται, στην Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης, προκειμένου να υπάρχει ένα πολιτικό προγραμματικό ντοκουμέντο, στο οποίο να μπορούν να αναφέρονται όλες οι τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία”.

Εξυπακούεται βεβαίως ότι το Πρόγραμμα θα πρέπει, εκτός από σύγχρονο και ελκυστικό για τους πολίτες, να γίνει, σύμφωνα με τη γνώμη που έχει ιστορικό,στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, και “σημείο αναφοράς για την ανάδειξη μιάς νέας ηγετικής ομάδας περί τον Τσίπρα, που αυτή τη στιγμή απουσιάζει ή εν πάση περιπτώσει δεν αναταποκρίνεται στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία του κορονοϊού και απαιτούν τα αντιπολιτευτικά καθήκοντα”. Το πρόβλημα για τον Τσίπρα και το κακό για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι όταν οι εκπρόσωποι των διαφόρων τάσεων επιχειρούν να ορίσουν τα αντιπολιτευτικά καθήκοντα.

Άλλοι τα ορίζουν ως θέσεις και δράσεις που θα χαρακτηρίζουν την “αριστερά ως μια ώριμη, μετριοπαθή και διαχειριστικά ικανή δύναμη που μπορεί να επανέλθει στην εξουσία”. Και άλλοι υποστηρίζουν ότι “η αντιπαράθεση με τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ αφενός για την κατάληψη του κέντρου και αφετέρου για το ποιός είναι καλύτερος διαχειριστής των κυβερνητικών και κρατικών υποθέσεων ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ”.

Και ο λόγος είναι επειδή αυτό το πεδίο “είναι προνομιακό για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του”, αλλά κυρίως γιατί “δημιουργεί κενό στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που με την απλή αναλογική θα προσπαθήσουν πολλοί να το καλύψουν”. Και παραδοσιακά οι αμφισβητίες της αριστεράς είναι περισσότεροι από τους διαμαρτυρόμενους της δεξιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, Πλεύση Ελευθερίας, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ και λοιπές (αριστερίστικες) δυνάμεις αθροίζουν περίπου το 12% του εκλογικού σώματος, ενώ Βελόπουλος, Χρυσή Αυγή και Τζήμερος φτάνουν το 7%.

Κατά συνέπεια η “δεξιά στροφή” του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να του δημιουργήσει πρόβλημα από τα αριστερά, το οποίο δεν θα μπορέσει να καλύψει από το ΚΙΝΑΛ καθώς οι εναπομείναντες ψηφοφόροι της Χαριλάου Τρικούπη σε ποσοστό 70% δηλώνουν, τουλάχιστον σήμερα, ότι προτιμούν τον Μητσοτάκη από τον Τσίπρα. Και εν κατακλείδι, ο Τσίπρας καλώς θέλει να γίνει στρατηγός τακτικού στρατού, αλλά θα πρέπει να προσέξει μήπως οι απώλειες από τα χτυπήματα των ατάκτων, σε συνδυασμό με το αναμενόμενο σφυροκόπημα της δεξιάς, του προκαλέσουν ακατάσχετη αιμορραγία…