Η Τζελσομίνα, ένα ονειροπαρμένο και καλοκάγαθο κορίτσι που βλέπει μόνο το καλό στους άλλους, πωλείται από τη μητέρα της στον Ζαμπανό, έναν βάρβαρο πλανόδιο καλλιτέχνη τσίρκου. Ο Ζαμπανό συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο στην Τζελσομίνα και δεν διστάζει να την απατήσει με άλλες γυναίκες. Έπειτα από μια έκρηξη βίας του Zαμπανό, η Tζελσομίνα αποφασίζει να δραπετεύσει. Σε ένα γειτονικό χωριό βλέπει την παράσταση ενός άλλου περιπλανώμενου, του ισορροπιστή Τρελού, και μένει έκθαμβη.

Ο Ζαμπανό όμως τη βρίσκει και την αναγκάζει να τον ακολουθήσει. Οι δυο τους πλέον αποτελούν μέλη ενός τσίρκου. Στο ίδιο εργάζεται και ο ισορροπιστής Τρελός που είχε μαγέψει την Τζελσομίνα με τα ακροβατικά του. Ο Τρελός θα βοηθήσει την Τζελσομίνα να καταλάβει ότι αγαπά τον Ζαμπανό παρά τον βίαιο χαρακτήρα του και ότι εκείνος τη χρειάζεται, κι ενώ σε εκείνη θα δοθούν πολλές ευκαιρίες να σπάσει τα δεσμά της και να ξεφύγει από τον τύραννο, θα παραμείνει δίπλα του υπομένοντας τις βίαιες εκρήξεις του. Σε λίγες γραμμές αυτή είναι η υπόθεση της ταινίας «La Strada» του Φεντερίκο Φελίνι. Και η οποία θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει ομοιότητες με την περιπετειώδη σχέση που ανέπτυξε η χώρα μας με τους Ευρωπαίους εταίρους-δανειστές της τη δεκαετία της κρίσης και των μνημονίων.

Καταφύγαμε στην ως άνω παρομοίωση επειδή στις 20 Ιανουαρίου, ημερομηνία γέννησης του διάσημου Ιταλού σκηνοθέτη, ξεκινά ένας καινούριος δρόμος για την ελληνική οικονομία. Τη μεθεπόμενη Δευτέρα έρχεται στην Αθήνα το κλιμάκιο της τρόικας (που τώρα λέγεται «θεσμοί») προκειμένου να ξεκινήσει η πέμπτη αξιολόγηση, το πρώτο ουσιαστικό crash test της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία πριν από έναν μήνα ψήφισε τον πρώτο της Προϋπολογισμό, σηματωρό της «δεξιάς λωρίδας» του δρόμου στον οποίο θα βαδίσει η οικονομία της χώρας για τα επόμενα τρία χρόνια. Για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης η -βασίμως πιθανολογούμενη- θετική έκθεση του κλιμακίου θα δώσει τη δυνατότητα στα ευρωπαϊκά όργανα και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποφανθούν, προς τα τέλη Φεβρουαρίου, με την έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, ότι «όλα βαίνουν καλώς στην Ελλάδα».

Και το κυριότερο, να ανάψουν το πράσινο φως προκειμένου να αρχίσει η συζήτηση για τη μείωση των υπέρογκων δημοσιονομικών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ έως το 2023 και 2,2% έως και το 2060), στα οποία έχει δεσμευτεί η χώρα μας. Βεβαίως, για να συμβεί αυτό θα πρέπει η νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, που θα συνοδεύει την έκθεση της Επιτροπής, να αποδεικνύει ότι το ελληνικό χρέος θα παραμείνει βιώσιμο ακόμη και στην περίπτωση που τα πλεονάσματα μειωθούν. Το ερώτημα είναι αν μπορούν ο Χρήστος Σταϊκούρας και οι συνεργάτες του στο υπουργείο Οικονομικών να πείσουν τους κοινοτικούς αξιωματούχους ότι όντως υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να χαλαρώσουν τα λουριά της εποπτείας, τα οποία συμφωνήθηκαν το 2018, προκειμένου να τελειώσει το Πρόγραμμα Διάσωσης (μνημόνιο) της Ελλάδας. Στην κατεύθυνση αυτή δουλεύει εντατικά, το τελευταίο διάστημα, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), επικεφαλής του οποίου είναι ο Δημήτρης Τσάκωνας. Για τον Δ. Τσάκωνα ο προϊστάμενός του υπουργός μόνο καλά λόγια έχει να πει, όχι μόνο για τον τρόπο που ετοιμάζεται η έκδοση νέου ομολόγου, αλλά και για τα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζει τον φάκελο που ο Χρ. Σταϊκούρας θα παρουσιάσει στους ομολόγους του στο Eurogroup, προκειμένου να τους πείσει για την ορθότητα άμα και αναγκαιότητα να μειωθούν τα πλεονάσματα.

Προϋποθέσεις για μείωση των πλεονασμάτων

Οι προϋποθέσεις της απόφασης να μειωθούν τα πλεονάσματα είναι αφενός το μέγεθος της ανάπτυξης και αφετέρου τα επιτόκια εξυπηρέτησης των δανείων που έχει πάρει η χώρα. Και φυσικά ρόλο θα παίξει και ο τρόπος που οι αγορές αντιμετωπίζουν τώρα την ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα ο βαθμός αξιολόγησης από τους μεγάλους επενδυτικούς οίκους. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, σημειώνουμε ότι ο οίκος Fitch πρόκειται να ξεκινήσει πρώτος, στις 24 Ιανουαρίου, τη βαθμολόγηση της χώρας, μεσούσης δηλαδή της έρευνας που θα διεξάγει το κλιμάκιο των θεσμών στο πλαίσιο της πέμπτης αξιολόγησης. Οι άλλοι τρεις θα το πράξουν, ο μεν Moody’s στις 8 Μαΐου, οι δε Standard and Poor’s και DBRs στις 24 Απριλίου.

Στην πλατεία Συντάγματος θεωρούν δεδομένη την αναβάθμιση της χώρας, όμως δεν περιμένουν να σκαρφαλώσουμε και πολλά σκαλοπάτια. Ιδίως ο Fitch εικάζεται ότι θα είναι ο πιο συντηρητικός στην αναβάθμιση, καθώς ο αμερικανικός οίκος έχει ήδη τοποθετήσει τη χώρα μας υψηλότερα (ΒΒ-) από τις τρεις άλλες. Ενδεχομένως η μικρής κλίμακας αναβάθμιση από τον Fitch να γίνει, λένε οι περί τα διεθνή οικονομικά ειδήμονες, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους άλλους τρεις οίκους να βάλουν μεγαλύτερο βαθμό, ούτως ώστε στο τέλος οι εκτιμήσεις τους για την κατάσταση στην Ελλάδα να είναι, αν όχι ίδιες, παραπλήσιες. Σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό επιτελείο ευελπιστεί πως, αν όχι μέχρι τον Μάιο, σίγουρα στο τέλος του 2020, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας θα έχει αναβαθμιστεί σημαντικά και οπωσδήποτε η αξιολόγησή της θα την κατατάσσει στα ασφαλή επενδυτικά καταφύγια.

Αναβαθμίσεις

Οι θετικές αξιολογήσεις/αναβαθμίσεις είναι ο ένας από τους τρεις στόχους που έχει θέσει για τις επόμενες 100 ημέρες, μέχρι τον Απρίλιο, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Ο δεύτερος, όπως αναφερθήκαμε και στην αρχή, είναι η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, το περιεχόμενο της οποίας θα πρέπει να συνηγορεί υπέρ της μείωσης των πλεονασμάτων. Τόσο η έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, που θεωρεί το 2,2% εφικτό στόχο, όσο και το νέο κείμενο (με αριθμούς, στοιχεία, πίνακες) που ετοιμάζει ο ΟΔΔΗΧ στηρίζουν το αίτημα του Χρ. Σταϊκούρα προς τους ομολόγους του, αλλά και προς ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΕΜΣ να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Το ερώτημα είναι πόσο ρεαλιστικός είναι ο στόχος να μειωθούν τα πλεονάσματα από το 3,5% στο 2%-2,5%; Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, μείωση κατά 1-1,5 μονάδα, στην παρούσα φάση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αποδεκτή από τους εταίρους/δανειστές και ιδιαίτερα από τον ΕΜΣ και τους Γερμανούς. Παρότι υπάρχει εκτίμηση στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών για την ειλικρίνεια των προθέσεών τους, οι κοινοτικοί αξιωματούχοι και οι θεσμικοί παράγοντες θέλουν να είναι απολύτως βέβαιοι ότι η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών αποκτά χαρακτήρα μονιμότητας και δεν είναι πρόσκαιρη, λόγω της ευφορίας που υπάρχει από την κυβερνητική αλλαγή, τα πρώτα μέτρα και τις φιλελεύθερες διακηρύξεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και φυσικά επειδή υπάρχει και η «βόμβα» του ιδιωτικού χρέους, το οποίο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, είναι μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το δημόσιο καθώς πλησιάζει, αν δεν ξεπερνά, τα 300 δισ. ευρώ.

Φορολογικές ελαφρύνσεις

Το σίγουρο είναι ότι τον Απρίλιο ο Χρ. Σταϊκούρας έχοντας αρωγό τη νέα έκθεση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους θα υποβάλει το αίτημα για μείωση των πλεονασμάτων ελπίζοντας ότι, έστω τον Οκτώβριο, θα γίνει δεκτό προκειμένου στον Προϋπολογισμό του επόμενου έτους η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης να έχει μεγαλύτερα περιθώρια φορολογικής ελάφρυνσης και άσκησης επενδυτικής και κοινωνικής πολιτικής. Στα υπέρ της ελληνικής πρότασης είναι και η λάθος πρόβλεψη σχετικά με το κόστος δανεισμού της χώρας, η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 2018, προκειμένου να βγει η χώρα από τα μνημόνια. Προβλέπεται ότι για το 2019 θα διαμορφωθεί στο 4,1%, για το 2020 στο 4,4% και πάνω από 5% μέχρι το 2030, όταν η απόδοση του ελληνικού ομολόγου έχει πέσει κάτω από το 1,5% και ο δανεισμός (9 δισ. ευρώ) έχει γίνει με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που προέβλεπαν το ΔΝΤ και η Κομισιόν. Και οπωσδήποτε το ίδιο πρόκειται να συμβεί και με τα περίπου 8 δισ. ευρώ που σχεδιάζεται να δανειστούμε από τις αγορές το 2020.

Σημειώνουμε ότι για το τρέχον έτος η χώρα δεν χρειάζεται να δανειστεί αφού υπάρχει το «μαξιλάρι» των 30 δισ. ευρώ ρευστότητας που κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση στην παρούσα. Ωστόσο, το οικονομικό επιτελείο θα προχωρήσει σε δανεισμό ευελπιστώντας σε επιτόκιο που το -χαμηλό- ύψος του θα πιστοποιεί αφενός τη θεαματική βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και αφετέρου την αύξηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, κάτι που οπωσδήποτε ενισχύει και την εικόνα της κυβέρνησης τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Θα πρέπει επίσης να θεωρούμε σίγουρο ότι η κυβέρνηση τους επόμενους θα προχωρήσει στην εξόφληση ενός ακόμη τμήματος από το χρέος του ΔΝΤ.

Οχι βέβαια με την ευκολία που το έκανε την προηγούμενη φορά, καθώς το ποσό του χρέους του ΔΝΤ που εξοφλήθηκε είχε επιτόκιο 5%, ενώ τώρα το ποσό που θα εξοφληθεί έχει επιτόκιο 1,9%, και κατά συνέπεια το κόστος δανεισμού για την εξόφλησή του θα πρέπει να είναι τουλάχιστον κάτω από αυτό το επιτόκιο. Η πρόωρη εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ είναι σημαντική όχι μόνο επειδή μειώνει την εξάρτηση από τον «κακό της παρέας», αλλά και γιατί περιορίζει την αναλογία του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, κάτι που καθιστά πιο εύκολη τη σύνταξη της νέας έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Κουμπαράς για επενδύσεις

Ενα ακόμη αίτημα του οικονομικού επιτελείου προς τους εταίρους-δανειστές είναι και η αλλαγή στη χρήση των ANFAs και SMPs. Αντί τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα, που πρέπει να επιστρέψουν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης στη χώρα μας, να πηγαίνουν σε λογαριασμό για την εξόφληση του χρέους (αυτό προέβλεπε η συμφωνία του Ιουνίου 2018), να δοθεί η δυνατότητα, αν όχι όλο, έστω ένα τμήμα του που μπορεί να είναι και το 50%, να κατευθυνθεί στη χρηματοδότηση επενδυτικών και αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Εφόσον αυτό συμβεί, στον κουμπαρά του οικονομικού επιτελείου, εκτός από το ποσό που θα προκύψει από τη μείωση των πλεονασμάτων, θα εισρεύσει και ένα άλλο, διόλου ευκαταφρόνητο ποσό.

Για την τετραετία υπολογίζεται στα 5 δισ., κάτι που αναμφίβολα θα προσδώσει μεγάλη ευχέρεια κινήσεων στην κυβέρνηση προκειμένου να καταρτίσει με λιγότερες δυσκολίες το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, να υλοποιήσει, ει δυνατόν, το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματός της και να διεκδικήσει (μέσα από τη βελτίωση και της πραγματικής οικονομίας, που προσώρας μόνο σε επίπεδο ψυχολογίας και κλίματος έχουμε) την επανεκλογή της, υπό την προϋπόθεση φυσικά, στο μεσοδιάστημα, να μην υπάρξει κάποια συγκλονιστική ανατροπή εξαιτίας άλλων θεμάτων και ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και σίγουρα σε αυτό τον κουμπαρά το οικονομικό επιτελείο στηρίζει και τις ελπίδες του να εξαγγείλει, τον Απρίλιο, μείωση του φόρου αλληλεγγύης, που μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 1/3. Μια ελάφρυνση της τάξης των 200-300 ευρώ μπορεί να μην είναι αρκετή για τους αδύναμους, όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί και ευκαταφρόνητη, αφού η πραγματική οικονομία ακόμη κινείται μεταξύ σφύρας και άκμονος.

Τα κόκκινα δάνεια

Το ερώτημα βεβαίως είναι αν η μείωση του φόρου αλληλεγγύης, οι αναβαθμίσεις των ξένων οίκων και η -βασίμως πιθανολογούμενη στο προβλεπτό μέλλον- μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα μπορέσουν να επισκιάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις και καταστάσεις που θα προκύψουν από τον οριστικό τερματισμό της προστασίας της πρώτης κατοικίας τον Απρίλιο.

Η εκτίμηση που υπάρχει στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν να κάνουν, έχοντας εγκαίρως προειδοποιήσει τους κόκκινους δανειολήπτες να ενταχθούν στις ρυθμίσεις, αλλά οι δανειστές δεν δέχονται πλέον άλλη παράταση και ο πρόσθετος λόγος είναι ότι, εκτός των άλλων, θα καταρρεύσει και το σχέδιο «Ηρακλής» με συνέπειες, όπως λένε, αρκούντως σοβαρές τόσο για την οικονομία όσο κυρίως για τις τράπεζες και τα funds που αναλαμβάνουν τα κόκκινα δάνεια. Η εκτίμηση που υπάρχει στην κυβέρνηση είναι ότι, με εξαίρεση λίγες περιπτώσεις, στην πλειονότητά τους αυτοί που θα πληγούν είναι οι λεγόμενοι «στρατηγικοί κακοπληρωτές» και όσοι προτιμούν τη δικαστική διευθέτηση της διαφοράς, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι μακροχρόνια. Για παράδειγμα, πρωτοδικείο στον Πειραιά προσδιόρισε δικάσιμο για πλειστηριασμό ακινήτου το 2033. Οπωσδήποτε οι αρνητικές συνέπειες συνεκτιμώνται, αλλά, όπως μας λέει στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, απόφαση της κυβέρνησης είναι τον Απρίλιο η προστασία της πρώτης κατοικίας να τελειώσει οριστικά.