Ομως ο Αλέξης Τσίπρας μάλλον δεν συμφωνεί, αφού θα αναγκάσει τους βουλευτές του να μην αντιταχθούν σε μία ακόμη πρωτοβουλία της κυβέρνησης: στην ψηφοφορία για την ανανέωση και αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πει «όχι». Θα επιλέξει το λευκό. Αυτή είναι η γραμμή της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μπορεί ο τέως πρωθυπουργός και το σύνολο των βουλευτών και στελεχών της Κουμουνδούρου να επικρίνουν την κυβέρνηση για τη στρατιωτική συμφωνία με τους Αμερικανούς και να ζητούν σοβαρά ανταλλάγματα από την Ουάσινγκτον πριν την κυρώσει η ελληνική Βουλή, όμως οι καθ’ όλα έγκυρες πληροφορίες μας αναφέρουν ότι τελικά η αξιωματική αντιπολίτευση δεν θα καταψηφίσει τη συμφωνία. Θα νίψει, όπως ο Πόντιος Πιλάτος, τας χείρας της.

Προφανώς, το πρόβλημα του Αλ. Τσίπρα δεν είναι ότι θα τον κατηγορήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για υπαναχώρηση -αφού ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αυτή που είχε ετοιμάσει τη συμφωνία-, αλλά γιατί δεν θέλει να τινάξει στον αέρα την καλή σχέση που, με τη βοήθεια και του πρεσβευτή στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, δημιούργησε με τον υπερατλαντικό σύμμαχο τα πέντε προηγούμενα χρόνια. Επιπροσθέτως, η επιστροφή στον αντιαμερικανισμό θα καταστήσει τον Μητσοτάκη μοναδικό φερέγγυο συνομιλητή και άνθρωπο εμπιστοσύνης των Αμερικανών, κάτι που οπωσδήποτε ο Τσίπρας και οι στενοί του συνεργάτες είναι λογικό να μη θέλουν να συμβεί. Η συμπεριφορά ενός μεγάλου κυβερνητικού κόμματος, που στις επόμενες εκλογές θα επιδιώξει την επιστροφή στην εξουσία, δεν μπορεί να είναι ίδια με αυτήν που επιδεικνύει ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2020 δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2009 ή του 2012, ούτε καν του 2015. Δεν είναι το κόμμα του 3%, αλλά του 33%. Για σχεδόν πέντε χρόνια έφυγε από τα πεζοδρόμια και ανεβοκατέβαινε τα σκαλοπάτια στο Μαξίμου. Κυβέρνησε τη χώρα, δεν ασκούσε αντιπολίτευση. Συζητούσαν με τον Τραμπ, τη Μέρκελ, τον Μακρόν, τον Πούτιν και όχι με τον Νταβανέλο, τον Ρούντι, τον Καραμπελιά και τον Γιαννόπουλο. Και η προοπτική του είναι να επανέλθει στις υπουργικές πολυθρόνες του Κοινοβουλίου και όχι στα τραπεζάκια του κάτω μέρους της πλατείας Συντάγματος. Αυτή είναι μια πραγματικότητα στην οποία εφεξής θα πρέπει να προσαρμοστούν άπαντες στον ΣΥΡΙΖΑ ή, τουλάχιστον, αυτοί που προτιμούν να ανήκουν σε ένα κόμμα που (αυτο)χαρακτηρίζεται ως «Κυβερνώσα Αριστερά» και δεν διακατέχονται από τη μειοψηφική λογική της «αριστερής καθαρ(ι)ότητας».

Οι διπλωματικές, στρατιωτικές και οικονομικές σχέσεις με άλλες χώρες, και πρωτίστως με τις λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις, δεν εδράζονται σε ιδεολογικές συμπτώσεις αλλά στο πεδίο της εξυπηρέτησης, ένθεν κακείθεν, των λεγόμενων εθνικών συμφερόντων. Αυτό ο Τσίπρας το έμαθε, λένε, καλά, δεν έχει πλέον αυταπάτες και θα το συνεχίσει. Γι’ αυτό και δεν θα καταψηφίσει τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ. Εάν το έπραττε, θα ήταν σαν να ομολογούσε ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του, και ιδιαίτερα η περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων με ΗΠΑ και Ισραήλ και τα τριγωνικά σχήματα στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν λάθος.

Ειλημμένη απόφαση

Οσοι γνωρίζουν καλά τον τέως πρωθυπουργό είναι κατηγορηματικοί για τις προθέσεις του. Η απόφαση του Τσίπρα, λένε, είναι ειλημμένη και οριστική: ο ΣΥΡΙΖΑ (θέλει να) είναι ο μεγάλος κυβερνητικός συνασπισμός εξουσίας, ο βασικός φορέας της Προοδευτικής Παράταξης και όχι ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, του οποίου βασικό μέλημα είναι η προώθηση των αριστερών (μαρξιστικών;) ιδεών και η συγκρότηση, γενικά, αντικυβερνητικών μετώπων. Τον Τσίπρα τον ενδιαφέρει να επανέλθει στο τιμόνι της διακυβέρνησης και όχι να ρητορεύει στην Κουμουνδούρου μαζί με τον Πάνο Λάμπρου, τον Χριστόφορο Παπαδόπουλο και τ’ άλλα συντρόφια.

Αυτό είναι που προβληματίζει αρκετούς στον Κουμουνδούρου και κάνει ορισμένους να εισηγούνται αλλαγή γραμμής. «Θα πρέπει», λένε, «να περάσουμε στο σκληρό ροκ, αρκετά με τις συναινέσεις. Αν ήταν ο Μητσοτάκης θα μας κατηγορούσε κάθε μέρα».

Ο Τσίπρας όμως δεν προτίθεται να περάσει απέναντι και να πετροβολά από πρωίας μέχρι εσπέρας -και αδιακρίτως- τον Μητσοτάκη. Θέλει να φιλοτεχνήσει ένα προφίλ προοδευτικού, αλλά υπεύθυνου και νουνεχή πολιτικού που εκτός από τους πολίτες μπορούν να τον εμπιστευτούν -αφού πλέον τον γνωρίζουν και δεν είναι όπως πριν από πέντε ακριβώς χρόνια ένας άγνωστος και απρόβλεπτος παίκτης- και εκείνα τα κέντρα, εγχώρια και διεθνή, που παίζουν ρόλο στις οικονομικές, διπλωματικές και πολιτικές υποθέσεις.

Στα λεγόμενα εθνικά θέματα, λοιπόν, θα συνεχίσει να παρέχει στήριξη στην κυβέρνηση, λέγοντας «εγώ δεν θα γίνω Μητσοτάκης». Αντίθετα, στα κοινωνικά και οικονομικά «θα γίνει Μητσοτάκης», αφού έχει δώσει εντολή οι βουλευτές και τα στελέχη του κόμματος (σε συνδικάτα, δήμους και κοινωνικούς χώρους) να αρχίσουν τους… πυροβολισμούς. Μετά το θέμα των κολεγίων και τον εκλογικό νόμο, το επόμενο μεγάλο και σοβαρό πεδίο αντιπαράθεσης θα είναι το Ασφαλιστικό και τα Εργασιακά, ενώ από τον Απρίλιο και με αφορμή τους (βασίμως πιθανολογούμενους) πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας οι αντιπολιτευτικοί ψίθυροι θα γίνουν κραυγές. Και συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις και οτιδήποτε χρειάζεται για να καταστεί διακριτή η διαφορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Το ΚΙΝ.ΑΛ.

Στο ανέβασμα των αντιπολιτευτικών τόνων κρίνει πάντως ότι είναι σημαντικό να έχει σύμμαχο και το ΚΙΝ.ΑΛ. Η παρασκηνιακή συμφωνία Φίλη – Κεφαλίδου για καταψήφιση της ρύθμισης για τα κολέγια θέλει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς. Η άρνηση στον νέο εκλογικό νόμο, έστω και με διαφορετικά επιχειρήματα από τη Χαριλάου Τρικούπη, είναι κάτι που έφερε χαμόγελα στην Κουμουνδούρου, καθώς η Ν.Δ. «έμεινε χωρίς συμμάχους» ή, όπως σημειώνουν, «ακόμη χειρότερα γι’ αυτήν, ψηφίζει μαζί με το κόμμα του Βελόπουλου. Από τη μία οι δυνάμεις της Δεξιάς και από την άλλη του Κέντρου και της Αριστεράς». Η γνώμη του Τσίπρα είναι ότι ο διάλογος ανάμεσα στα δύο κόμματα για την αναδιοργάνωση της Προοδευτικής Παράταξης πρέπει να ξεκινήσει μέσα από την υιοθέτηση κοινών στόχων που έχουν απήχηση στην κοινωνία και συγκροτούν διαφορετικές και εναλλακτικές πολιτικής σε σχέση με τις εφαρμοζόμενες από την κυβέρνηση της Ν.Δ. και στη συνέχεια να υπάρξει διάλογος ανάμεσα και στις ηγεσίες. Βεβαίως, δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη. Και κατά παράδοξο τρόπο αυτοί που αντιδρούν περισσότερο έντονα στην προσέγγιση με το ΚΙΝ.ΑΛ. είναι οι πασοκογενείς. «Αφού ήρθαμε εμείς σε σένα, τι θέλεις τη Φώφη, τον Γιώργο και το ΚΙΝ.ΑΛ.;» λένε κάποιοι στον Τσίπρα. Και προσθέτουν: «Το ΚΙΝ.ΑΛ. στις επόμενες εκλογές θα τελειώσει οριστικά, εμείς είμαστε το ΠΑΣΟΚ, άσε τις προσπάθειες για συνεννόηση».

Ο τέως πρωθυπουργός, όμως, δεν έχει αυτή τη γνώμη. Ενδεχομένως, επειδή καταλαβαίνει την ιδιοτέλεια όσων του εισηγούνται την ανατίναξη της γέφυρας με το ΠΑΣΟΚ, ή γιατί είναι πεπεισμένος ότι οι πολιτικές εξελίξεις θα καθοριστούν σε σημαντικό βαθμό από την απλή αναλογική. Στις επόμενες εκλογές η σύγκρουση θα γίνει για το ποιος θα κόψει πρώτος το νήμα. Ο νικητής των εκλογών θα έχει τον πρώτο λόγο είτε για να σχηματιστεί κυβέρνηση με κορμό τη Ν.Δ. ή τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε για το κλίμα στο οποίο θα στηθούν, μετά από λίγες εβδομάδες, οι επόμενες, με το κλιμακωτό μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Η στρατηγική της απλής αναλογικής είναι λοιπόν το στοίχημα που θα πρέπει να κερδίσει ο Τσίπρας, λένε υψηλόβαθμα στελέχη της Κουμουνδούρου.

Αλλοι της αριστερής πτέρυγας (οι Φίλης, Σκουρλέτης, αλλά και ο Τσακαλώτος) είναι πιο συγκαταβατικοί και δεν έχουν αντίρρηση ένας ορισμένος αριθμός συνέδρων να οριστεί, αλλά δεν μπορούν να είναι όλοι (695) όσοι συμμετέχουν στην Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή Ανασυγκρότησης (ΚΟΕΑ). Από αυτούς όσοι είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ούτως ή άλλως θα εκλεγούν από τη βάση του κόμματος.

Ο Τσίπρας μπορεί να ισορροπεί ανάμεσα σε όλες τις τάσεις, αλλά δεν έχει λόγο, όπως παλιότερα, να πριμοδοτήσει κάποιους ανοιχτά σε βάρος κάποιων άλλων. Πλέον είναι αδιαμφισβήτητος αρχηγός, δεν θέτει κανείς ζήτημα ηγεσίας και θα εκλεγεί σχεδόν διά βοής από το συνέδριο. Ο ίδιος και η θέση του θα κριθούν στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Το στοίχημά του δεν είναι αν οι προεδρικοί θα πάρουν 70% στο συνέδριο ώστε να ελέγξουν την επόμενη Κεντρική Επιτροπή και κατά συνέπεια και τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αν θα καταφέρει να κατεβάσει τον Μητσοτάκη κάτω από το 40% και να συγκροτήσει μια προοδευτική συμμαχία που θα μπορέσει να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Εξάλλου, είναι ελάχιστοι τη σήμερον ημέρα αυτοί που επιλέγουν να γραφτούν σε κάποιο κόμμα. Πόσο μάλλον αν αυτό είναι στην αντιπολίτευση και αποδοκιμάστηκε προσφάτως από τους ψηφοφόρους. Από αυτή την άποψη ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του, αντί να γκρινιάζουν που το εγχείρημα του iSYRIZA δεν πάει όπως προσδοκούσαν, θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι αν τα 20.000 μέλη του ΣΥΡΙΖΑ καταφέρουν τελικά να γίνουν 60.000. Το πρόβλημα του Τσίπρα δεν είναι ο αριθμός των νέων μελών, αλλά αν θα καταφέρει στο κόμμα του να μην επικρατήσουν οι ιδιοτελείς και αυτοί που βολεύονται με τη «στρατηγική δεύτερου κόμματος», αλλά όσοι θεωρούν, όπως αυτός, ότι το ενδιαφέρον για τους πολίτες είναι αν μπορεί να χτιστεί μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία σε προοδευτική κατεύθυνση, με προτεραιότητες τη δημιουργία νέου πλούτου και τη δίκαιη ανακατανομή του υπέρ των αδύναμων και της μεσαίας τάξης, αλλά με ασφάλεια και διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας.