Λένε ότι από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
Ο Βασίλης Λεβέντης, που δεν είναι μικρός είναι όμως τρελός με την πολιτική, προχθές στη Βουλή είπε μια μεγάλη αλήθεια: «Είναι βλάκας ο Τσίπρας αν δεν κάνει εκλογές να έρθει ο Μητσοτάκης, να λύσει αυτός τα προβλήματα, να τα κάνει μπάχαλο σε τέσσερις-πέντε μήνες και να έχει μπροστά του εκλογές με μηδέν μπόνους».

Και η αλήθεια είναι ότι πλέον αρκετοί στην κυβέρνηση και στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι η προσφυγή στις κάλπες μπορεί να συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή ο Μητσοτάκης, όπως λένε, θα κερδίσει μεν τις εκλογές αλλά όχι και την αυτοδυναμία, και ο Τσίπρας θα διατηρήσει ένα υψηλό ποσοστό (κοντά στο 20%), που αφενός θα τον διατηρήσει στο παιχνίδι της εξουσίας από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αφετέρου -εφόσον ο Μητσοτάκης «τα κάνει μπάχαλο», όπως προφητεύει ο Λεβέντης- θα τον επαναφέρει στη διακυβέρνηση πιθανώς μέσα από κάποιο ευρύτερο συνεργατικό σχήμα που θα περιλαμβάνει και τον λεγόμενο «Μεγάλο Συνασπισμό».

Ο πρωθυπουργός και οι στενοί συνεργάτες του, όμως, τουλάχιστον προσώρας, δεν σκέφτονται να εγκαταλείψουν την κυβέρνηση και μάλιστα «με όρους παράδοσης», όπως χαρακτηρίζουν τις πρόωρες εκλογές. Οχι επειδή είναι κολλημένοι με τις καρέκλες, όπως τους κατηγορούν οι αντίπαλοί τους, αλλά γιατί πιστεύουν, όπως μας λέει συνεργάτης του πρωθυπουργού, ότι «το παιχνίδι μπορεί να γυρίσει εάν, όπως είπε ο Αλέξης, μέχρι τέλος Οκτωβρίου κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και ως το τέλος του έτους ρυθμιστεί το χρέος». Οι επαΐοντες υποστηρίζουν ότι τίποτε από τα δύο δεν θα γίνει στην ώρα του. «Ο Τσίπρας απλώς αγοράζει, όπως συνηθίζει, χρόνο», λένε και παραπέμπουν σε σειρά δηλώσεων του πρωθυπουργού που δεν έχουν επαληθευτεί, μεταξύ των οποίων και αυτή που υποστήριζε ότι μετά το Πάσχα μπαίνουμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και έρχεται η ανάπτυξη. Ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί, ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του προσβλέπουν στο γύρισμα της τύχης.

Αυτός είναι και ο λόγος που απορρίπτουν τις «ηττοπαθείς εισηγήσεις» και σχεδιάζουν να αντεπιτεθούν με τρόπους και κινήσεις που παραπέμπουν στη… θεωρία Κουτσόγιωργα περί σύγκρουσης δύο διαφορετικών και ανειρήνευτων κόσμων. «Ή εμείς ή αυτοί» είναι νέα τακτική του Μαξίμου, την οποία κάποιοι χαρακτηρίζουν «πολιτική της τρίαινας», καθώς θα έχει τρεις αιχμές («Αριστερά ή Δεξιά», «Τσίπρας ή Μητσοτάκης», «παλιό ή νέο σύστημα») στις οποίες θα προσπαθήσει να επικεντρώσει, και μάλιστα με όρους πόλωσης, εφεξής την αντιπαράθεση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Σκάνδαλα και σκανδαλώδεις υποθέσεις του παρελθόντος θα βρεθούν ξανά στην επικαιρότητα και θα οξύνουν την πολιτική αντιπαράθεση.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η απόφαση του πρωθυπουργού να αποδεχθεί αμέσως και ασμένως την πρόταση Μητσοτάκη για συζήτηση των θεμάτων διαπλοκής και διαφθοράς στη Βουλή. Ο Τσίπρας γνωρίζει ότι από μια τέτοια συζήτηση δεν πρόκειται να χάσει, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μόλις 20 μήνες στην εξουσία και φαινόμενα διαφθοράς δεν έχουν, τουλάχιστον ακόμη, αποκαλυφθεί, σε αντίθεση με τη Ν.Δ. (και το ΠΑΣΟΚ) που για 40 χρόνια ήταν στην εξουσία είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση και χρεώνονται το «μεγάλο φαγοπότι» της Μεταπολίτευσης. Μάλιστα, «επειδή ο Τσίπρας είναι καλός ρήτορας και μπορεί να λέει ψέματα χωρίς να αισχύνεται», κάποιοι στη Ν.Δ. θεωρούν λάθος την πρόσκληση του Κυριάκου να συζητηθούν σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής ζητήματα διαπλοκής και διαφθοράς. Οπως μας λέει βουλευτής και πρώην υπουργός της Ν.Δ., «είναι σαν να ξυνόμαστε στην γκλίτσα του τσοπάνη» και προσθέτει: «Τόσα άλλα θέματα υπάρχουν που καίνε τον κόσμο, αυτό βρήκαμε εμείς να προτείνουμε για συζήτηση; Θα ‘θελα να μάθω ποιος φωστήρας το εισηγήθηκε αυτό στον Κυριάκο».
Το πρόβλημα των πολιτών

Η τακτική «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε για ηθική, διαπλοκή και σκάνδαλα, εσείς που…» μπορεί να φανατίζει τους οπαδούς και ενδεχομένως να φθείρει και τον αντίπαλο, δεν είναι όμως σίγουρο ότι θα βοηθήσει την κυβέρνηση, καθώς το μόνο που θα κάνει είναι να μεγαλώσει την απέχθεια του κόσμου για την πολιτική και τους πολιτικούς, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν τα άκρα. Επιπροσθέτως, όπως φαίνεται και από τις έρευνες, το μεγαλύτερο πρόβλημα των πολιτών δεν είναι η σκανδαλολογία και το ποιος έβλαψε ή βλάπτει περισσότερο τη χώρα, αλλά η επιβίωση και η απαισιοδοξία για το μέλλον. Και από την άλλη, όμως, όσο η κυβέρνηση πυροβολεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις με φόρους και εισφορές, μειώνει μισθούς και συντάξεις και λαμβάνει όλα τα επαχθή μέτρα που απαιτεί η τρόικα και προβλέπονται στα μνημόνια, η καταφυγή στα «λερωμένα και άπλυτα» της Ν.Δ. (και του ΠΑΣΟΚ) δεν πρόκειται να ανακόψει τη φθορά της.

Αντίθετα μπορεί να επιταχυνθεί αν η δεύτερη αξιολόγηση δεν είναι, ιδιαίτερα στα Εργασιακά, τόσο ήπια όσο αναμένει το Μαξίμου ή χρειαστεί να παρθούν πρόσθετα μέτρα. Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται να δούμε κι άλλες διαφοροποιήσεις -όπως με τον Καλογρίτσα, τα Θρησκευτικά και την ΕΑΒ- από τον Πάνο Καμμένο, κάτι που εκ των πραγμάτων θα καταστήσει την προσφυγή στις κάλπες μονόδρομο, καθώς η περίπτωση να στηριχθεί η κυβέρνηση από το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη δεν απορρίπτεται απλώς, αλλά αντιμετωπίζεται και με θυμηδία από την πλειοψηφία των υπουργών, βουλευτών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και από στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η ενίσχυση της Ν.Δ. και η ανατίναξη κάθε γέφυρας συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι έχουν καταστήσει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του ομήρους του υπουργού Εθνικής Αμυνας. Εάν οι ΑΝ.ΕΛ. αποσύρουν τη στήριξή τους, η κυβέρνηση πέφτει.

Ο Πάνος Καμμένος αυτό το γνωρίζει και είναι σίγουρο ότι το επόμενο διάστημα θα επιδιώξει να αξιοποιήσει, παντί τρόπω, το πλεονέκτημα που απέκτησε για να ενισχύσει τόσο τη δική θέση του στο ευρύτερο σύστημα εξουσίας όσο και τα ποσοστά των ΑΝ.ΕΛ., που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις βρίσκονται κάτω από το όριο εισόδου (3%) στη Βουλή. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Πάνος Καμμένος, διαβλέποντας τη φθορά της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, εφεξής θα πολιτεύεται με τρόπο που θα τον επανατοποθετήσει ως σημαντικό παράγοντα στις διεργασίες που συντελούνται στη συντηρητική παράταξη εν όψει της αλλαγής βάρδιας στην εξουσία.

Η πολιτική της διεύρυνσης

Επειδή ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι στερείται συμμαχιών και ενδεχομένως αναγκαστεί να πάει σε πρόωρες εκλογές, θέλει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που του δίνει το κομματικό συνέδριο τη μεθεπόμενη εβδομάδα για να πραγματοποιήσει πολιτικά ανοίγματα προς άλλα κόμματα, κινήσεις και προσωπικότητες της Κεντροαριστεράς. Το κακό για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η ένταξη -πιθανώς και στην κυβέρνηση- προσώπων όπως ο Φώτης Κουβέλης, η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου και άλλων έχει προεξοφληθεί. Και μάλιστα εδώ και πολύ καιρό. Η πολιτική της διεύρυνσης, όμως, δεν αναμένεται να προσδώσει κάποια ιδιαίτερη δυναμική στον ΣΥΡΙΖΑ. Εξυπηρετεί κυρίως την ανάγκη να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση δεν είναι απομονωμένη και ο πρωθυπουργός μπορεί ακόμη να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα. Μάλιστα επειδή γίνεται και σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση βρίσκεται στα κάτω της, το πιθανότερο είναι ότι θα έχει περιορισμένη απήχηση. Οι διευρύνσεις είναι αποτελεσματικές και γόνιμες όταν γίνονται με όρους δύναμης και πολιτικής κυριαρχίας και όχι όταν είσαι πεσμένος στο καναβάτσο.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το επόμενο τρίμηνο θα είναι κρίσιμο για την πορεία της κυβέρνησης και της χώρας. Αυτή τη στιγμή η εικόνα της κυβέρνησης στο εσωτερικό, όπως πιστοποιούν και οι δημοσκοπήσεις, είναι αξιοθρήνητη, όπως αξιοθρήνητη είναι και στο εξωτερικό και ειδικότερα στους επενδυτικούς κύκλους. Η πολιτική και κοινωνική αστάθεια παραμένει το νούμερο ένα πρόβλημα. Αν δεν λήξει σύντομα και επιτυχώς η δεύτερη αξιολόγηση, ουδεμία επένδυση πρόκειται να γίνει. Η ύφεση θα συνεχιστεί και το 2017, παρά τα όσα αισιόδοξα προβλέπει το προσχέδιο του Προϋπολογισμού. Αν μάλιστα τα έσοδα πέσουν έξω, τότε είναι πολύ πιθανό ο πρωθυπουργός, αφού συσκεφθεί με το οικονομικό επιτελείο, και προκειμένου να αποφύγει τη λήψη νέων επαχθών μέτρων να αποφασίσει αυτό που δεν θέλει: την προσφυγή στις κάλπες. Φαντάζει δύσκολο έως απίθανο, δεν μπορεί όμως και να αποκλειστεί αν το γύρισμα της τύχης δεν είναι αυτό στο οποίο ελπίζουν ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες.