Την προηγούμενη Τρίτη η χώρα βγήκε στις αγορές για να δανειστεί 2,5 δισ. ευρώ για μια δεκαετία. Το επιτόκιο διαμορφώθηκε σε 3,9%.

Είναι η εξέλιξη αυτή θετική ή αρνητική; Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανής: στον βαθμό που η χώρα καταφέρνει να βγει στις αγορές μόνο θετικά μπορεί να αξιολογηθεί. Η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε (και ορθά έπραξε) το ευνοϊκό κλίμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή στις αγορές, γενικά, αλλά και αυτό που δημιουργήθηκε μετά την αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s, ειδικά. Στο παρελθόν είχα δημόσια υποστηρίξει ότι είναι απαραίτητο η χώρα να βγει στις αγορές μέχρι τον Μάρτιο και πραγματικά χαίρομαι που αυτό υλοποιείται. Διαφορετικά θα είχαμε πρόβλημα αξιοπιστίας και αυτό θα σήμαινε αδυναμία της ελληνικής οικονομίας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δούμε τα επιμέρους στοιχεία της εξόδου και να διαπιστώσουμε εάν θα μπορούσαν να υπάρξουν ευνοϊκότερες εξελίξεις. Στη βάση αυτού του σκεπτικού θεωρώ ότι την έξοδο την «πληρώσαμε ακριβά». Το επιτόκιο με το οποίο δανειστήκαμε, παρά το γεγονός ότι έχει αποκλιμακωθεί το τελευταίο διάστημα, εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο της Κύπρου, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Επίσης, επισπεύσαμε την έξοδο μία εβδομάδα πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας, 11 Μαρτίου. Προφανώς η κυβέρνηση το έκανε αυτό για να προλάβει τυχόν ενστάσεις για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων που θα διατυπωθούν από διάφορες χώρες στο Eurogroup, όπως ήδη έγινε στις δύο εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα. Οι όροι δανεισμού θα ήταν σημαντικά καλύτεροι εάν είχαμε υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις και βγαίναμε με περίσσευμα αξιοπιστίας μετά το Eurogroup.

Σημαίνει η έξοδος ότι η ελληνική οικονομία επέστρεψε στην κανονικότητα; Σίγουρα αποτελεί ένα βήμα, αλλά δεν είναι αρκετό. Εξι μήνες μετά τα μνημόνια δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στην κοινωνία και την οικονομία. Μπορεί να μην αντιμετωπίζουμε πλέον τα δίδυμα ελλείμματα του παρελθόντος, αλλά η οικονομία «σέρνεται». Η κυβέρνηση δεν δίνει τα σωστά κίνητρα στους ανθρώπους να αλλάξουν, να αριστεύσουν και να ανελιχθούν. Αντίθετα, «τιμωρούνται» όσοι προσπαθούν να δουλέψουν περισσότερο προκειμένου να αυξήσουν το εισόδημά τους, επιβάλλοντάς τους εξοντωτικούς φόρους και σπρώχνοντάς τους πίσω στην αφετηρία. Αυτό δεν μας δείχνουν όλα τα στοιχεία που αφορούν τα χρέη των πολιτών προς το Δημόσιο;

Περίπου 4 εκατομμύρια φορολογούμενοι, φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, χρωστούν στην Εφορία. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια οικονομία με τέτοιες επιβαρύνσεις; Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η απόκλιση της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου σε σύγκριση με άλλες χώρες εξακολουθεί να είναι υψηλή, αρκετά υψηλότερη από αυτή που ήταν το 2014. Επίσης, ο χρηματιστηριακός δείκτης τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχει ξεπεράσει τις 1.000 μονάδες. Να σημειώσουμε ότι την αντίστοιχη περίοδο του 2013 και του 2014 ήταν στις 1.300 με 1.400 μονάδες. Αρα έχουν υπάρξει και καλύτερες μέρες για τους δείκτες αυτούς, ακόμη και μέσα στην κρίση. Ομως, σε αντίθεση με τις αγορές που βλέπουν κυρίως το μέλλον, τα νοικοκυριά, οι εργαζόμενοι, οι επαγγελματίες και ο απλός πολίτης βλέπουν κυρίως το παρόν. Ερχονται αντιμέτωποι με τα καθημερινά προβλήματα διαβίωσης, την υπερφορολόγηση, τη γραφειοκρατία, την κακή λειτουργία των θεσμών.

Εκεί τα πράγματα εξακολουθούν να είναι πολύ δύσκολα. Ομως, το σημαντικότερο είναι ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της λιτότητας: η χώρα έχει δεσμευτεί για την επίτευξη στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2023. Στη συνέχεια, θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060. Θα είναι παγκόσμιο ρεκόρ για μια χώρα να καταφέρει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε τόσο μακρύ χρονικό διάστημα.

Ο λόγος που μπήκαν αυτοί οι στόχοι ήταν για να βγει η εξίσωση βιωσιμότητας του χρέους. Ομως το χρέος μετράται πάντοτε ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μια νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επερχόμενες εθνικές εκλογές θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί τους στόχους αυτούς μειώνοντάς τους στα επίπεδα των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, περίπου στο1%-1,5%. Το τυχόν περίσσευμα που θα προκύψει θα πρέπει να διατεθεί για την ενίσχυση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Ανταλλάσσοντας μεταρρυθμίσεις με πρωτογενή πλεονάσματα θα καταφέρει να αυξήσει την προσφορά, δηλαδή το ΑΕΠ, και να επιτύχει τον ίδιο επιθυμητό στόχο αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.