Συμμετείχα πρόσφατα σε μια δημόσια συζήτηση με θέμα τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία των συμπολιτών μας. Τα στοιχεία που αναδύθηκαν στο πλαίσιο της συζήτησης ήταν συγκλονιστικά. Η οικονομική κρίση που βίωσε -και βιώνει- η χώρα μας είναι μοναδική στην πρόσφατη παγκόσμια οικονομική ιστορία: πτώση της παραγωγής κατά περίπου 25%, ραγδαία αύξηση της ανεργίας που διαμορφώθηκε στο 27,5% το 2013 (19,9% σήμερα) από 7,5% το 2008, έκρηξη της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Τέτοιου είδους κρίσεις μόνο σε καιρό πολέμου εμφανίζονται.

Οι συνέπειες της κρίσης δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανέπαφη την ψυχική κατάσταση των συνανθρώπων μας. Στα χρόνια της κρίσης οι περισσότεροι Ελληνες, σε ποσοστό 55%, δηλώνουν ότι η διάθεση και η ψυχική τους κατάσταση χειροτέρεψε. Η κρίση είχε ως συνέπεια την απώλεια θέσεων εργασίας, τη μείωση του εισοδήματος και την εργασιακή ανασφάλεια. Η απώλεια της εργασίας συνοδεύεται από ψυχικές διαταραχές, προβλήματα εξάρτησης και εθισμού σε ουσίες, καθώς και υιοθέτηση μη υγιεινού τρόπου ζωής με αυξανόμενη κατανάλωση τροφής χαμηλής διατροφικής αξίας, καπνού και οινοπνεύματος. Η απουσία από την εργασία και η αποχή από την παραγωγική εργασία αυξήθηκαν σημαντικά εξαιτίας του στρες, του άγχους, της αγωνίας, της ανησυχίας για το μέλλον, της θλίψης, της απελπισίας, της αίσθησης αδιεξόδου και ενοχών, της κακής διάθεσης και εν γένει της κατάθλιψης. Κλινικές έρευνες έδειξαν ότι ενώ το ποσοστό κατάθλιψης στον συνολικό πληθυσμό ήταν μέχρι το 2006 σε πολύ χαμηλά επίπεδα, δηλαδή 3,3%, από το 2013 και ύστερα διαμορφώθηκε στο 12,3%. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την κατανάλωση αντικαταθλιπτικών, όπου μεταξύ 2008 και 2011 αυξήθηκε κατά 35%.

Εχει επίσης ενδιαφέρον να δει κανείς τα δημογραφικά της κατάθλιψης. Τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφανίζονται σε γυναίκες 55-64 ετών, ακολουθούν οι γυναίκες 45-64 ετών και τρίτη κατηγορία είναι οι άνδρες 35-44 ετών. Στην τελευταία περίπτωση προφανώς ανήκουν νέοι άνθρωποι που εξαιτίας της ανεργίας και της οικονομικής δυσπραγίας δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τον κοινωνικό και οικογενειακό τους ρόλο, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η ψυχική τους υγεία.

Ακραία περίπτωση επηρεασμού της οικονομικής κρίσης είναι η αυτοκτονία ή η απόπειρα αυτοκτονίας. Κατά την προηγούμενη δεκαετία οι θάνατοι που αποδίδονταν στις αυτοκτονίες ήταν γύρω στους 370-400 τον χρόνο. Από το 2010 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε και έκτοτε διαμορφώθηκε στους 550 περίπου. Είναι χρήσιμη η διεθνής σύγκριση. Ετσι, σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ ο αριθμός αυτοκτονιών είναι τρεις φορές λιγότερος στην Ελλάδα. Το ίδιο συμβαίνει και σε σχέση με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στην Ελλάδα έχουμε 4,2 αυτοκτονίες ανά 100.000 πληθυσμού έναντι 13 αυτοκτονιών στον μ.ό. της Ε.Ε. Ομως η ανοδική εξέλιξη δημιουργεί ανησυχία. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο ποσοστό των αυτοκτονιών φαίνεται να επιφέρονται κυρίως μέσω της ανεργίας. Εχει βρεθεί ότι κάθε αύξηση κατά 1% της ανεργίας οδηγεί σε αύξηση κατά 0,79% στις αυτοκτονίες στην Ευρώπη και κατά 0,99% στις ΗΠΑ. Στην περίπτωση κατά την οποία ο δείκτης ανεργίας αυξάνεται πλέον του 3% για μακρά περίοδο η επίπτωση στη θνησιμότητα από αυτοκτονίες ανέρχεται σε 4%-4,5%. Επίσης, παρατηρείται υψηλή θνησιμότητα από κατάχρηση οινοπνεύματος, διαπίστωση η οποία θεμελιώνει αρκούντως την υπόθεση ότι η ανεργία συνδέεται με ψυχολογικές διαταραχές.

Με τον τερματισμό της κρίσης θα αναστραφούν οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις; Η απάντηση δεν είναι εύκολη καθώς η ψυχική υγεία επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Αυτό όμως που θα πρέπει να γίνει είναι να αναπτύξει η Πολιτεία δομές και πολιτικές κοινωνικής συνοχής προκειμένου να αντιμετωπίσει τις οικονομικές μεταβολές. Τέτοιες δομές είναι τα κοινωνικά δίκτυα τα οποία χαρακτηρίζονται από ευελιξία και αμεσότητα, διαθέτουν μηχανισμούς άμεσης προσαρμογής στις εξελίξεις και τα σύγχρονα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, ενώ δύνανται να αποτελούν, σε συνδυασμό με το κράτος, την αγορά και τα νοικοκυριά, φορείς παραγωγής και κατανάλωσης κοινωνικής προστασίας.

* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα «Jean Monnet» στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων