Μαζί με το περίφημο πολυαναπτυξια-κό νομοσχέδιο φιλοδοξεί να βάλει την οικονομία σε τροχιά «ανάπτυξης» που θα τους αφορά όλους, κατά το προσφιλές μότο του πρωθυπουργού.

Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ούτε τόσο απλά ούτε τόσο αισιόδοξα, ακόμη κι αν η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας αναβληθεί για μετά τις αμερικανικές εκλογές ή ο σχεδιασμός γίνει βάσει της (υπερ)αισιόδοξης πρόβλεψης ότι η ανάπτυξη θα αγγίξει το 2,8% το 2020, αλλά γιατί το «ελατήριο» αυτής φαίνεται ότι θα είναι βραχείας χρήσης. Και πώς να μην είναι όταν το παρελθόν είναι γεμάτο διδάγματα, τα οποία η συντηρητική κυβέρνηση συνεχίζει να αγνοεί. Για παράδειγμα, η μείωση των εταιρικών φόρων -χωρίς να καταργούνται οι φόροι επιτηδεύματος και αλληλεγγύης- σε συνδυασμό με το πάγωμα του ΦΠΑ στην οικοδομή δείχνει ότι το πάθημα της περιόδου 2005-2006 επί Αλογοσκούφη, που δεν έφερε επενδύσεις, αλλά δημιούργησε κατασκευαστικές φούσκες, δεν έγινε μάθημα.

Πιο σημαντικό είναι ότι η πολυδιαφημισμένη αλληλεγγύη της Ν.Δ. προς τη μεσαία τάξη και τους μικρομεσαίους αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Οσοι πληρώνουν το 54% των φόρων, δηλαδή τα μεσαία εισοδήματα, θα γλιτώσουν 15 έως 35 ευρώ τον χρόνο, ποσό αμελητέο αν σκεφτεί κανείς ότι οι έμμεσοι φόροι παραμένουν ιδιαίτερα υψηλοί. Για να έχουμε μια εικόνα, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το 2014 η αναλογία έμμεσων προς άμεσους φόρους, δηλαδή των καπέλων που πληρώνουμε σε καύσιμα, τρόφιμα, κινητά κ.λπ., ήταν 1,14 προς 1, ενώ σήμερα είναι 1,44 προς 1.

Επιπλέον, το επίδομα παιδιού θα φτάσει στην τσέπη κουτσουρεμένο κατά 190 ευρώ, η προκαταβολή φόρου για τις επιχειρήσεις διατηρείται στο αδιανόητο 95% (όταν το 2014 ήταν 50%) και τα αγροτεμάχια δεν εξαιρούνται από τον ΕΝΦΙΑ. Ακόμη και το σύστημα των 120 δόσεων παίζει με την υπομονή χιλιάδων οφειλετών, αφού καλούνται να ρυθμίσουν τα χρέη τους χωρίς να γνωρίζουν το ύψος τους, ενώ 40 δισ. κόκκινα δάνεια κάποιων ολιγαρχών ακριβαίνουν τον δανεισμό των τραπεζών. Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι αυτός ο Προϋπολογισμός δεν έχει φιλοδοξίες. Είναι «χαμηλής καύσης», δεν θέλει να μετασχηματίσει την ελληνική οικονομία.

Οι δαπάνες για τις δημόσιες επενδύσεις παραμένουν ίδιες όταν η συζήτηση στην Ευρώπη έχει αλλάξει άρδην. Ηταν μόλις δύο εβδομάδες πριν όταν η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ κάλεσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να ξοδέψουν για έρευνα, Υγεία, Παιδεία (και κλιματική αλλαγή συμπληρώνουμε εμείς), εναρμονίζοντας ουσιαστικά τον λόγο της με τις διεκδικήσεις των ευρωπαϊκών συνδικάτων, αλλά και την απλή λογική που λέει ότι σε έναν εμπορικό πόλεμο και υπό τον φόβο μιας νέας κρίσης το κράτος πρέπει να εγγυηθεί τη ροή χρήματος στην πραγματική οικονομία. Τέλος, περίπου 4 δισ. από το ΕΣΠΑ λιμνάζουν, αφού η απορρόφησή τους είναι εξαιρετικά αβέβαιη και είναι αρκετά πιθανό η κυβέρνηση να τα μοιράσει σε αμφίβολης ποιότητας έργα-δώρα και όχι, π.χ., στην ψηφιακή αναβάθμιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Με δύο λόγια, χωρίς πολλές συγκινήσεις και εξάρσεις, θα βρεθούμε περίπου στο ίδιο έργο θεατές. Τα μεσαία και κατώτερα στρώματα δεν έχουν να περιμένουν πολλά ή να ελπίσουν ότι η σπασμένη σκάλα της κοινωνικής ανόδου θα διορθωθεί από το καζίνο στο Ελληνικό ή από την υπερβολική δόση Αστυνομίας. Αφήστε που είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε ακόμη, λίγο πολύ τον ίδιο Προϋπολογισμό θα κατέθετε.