Η σαρωτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές έχει αφαιρέσει κάθε αγωνία για την πρωτιά στις εθνικές εκλογές. Αν εξαιρέσει κανείς τις αναμετρήσεις της δεκαετίας του ’70, είναι ίσως η πρώτη φορά που γνωρίζουμε με τόση ασφάλεια τον νικητή. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να δημιουργήσει ένα συμπαγές ρεύμα εναντίον του, το οποίο καρπώθηκε αποκλειστικά σχεδόν η Νέα Δημοκρατία, εκφράζοντας ένα μεγάλο τμήμα της θυμωμένης μεσαίας τάξης. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε χωρίς ενδιάμεσες εκλογές τού στέρησε κάθε βαλβίδα εκτόνωσης των πολιτών, με αποτέλεσμα αυτή να εκφραστεί στην ευρωκάλπη και λογικά στις επόμενες εθνικές εκλογές.

Στη Νέα Δημοκρατία κρατούν χαμηλούς τόνους για να αποφύγουν να στείλουν μηνύματα αλαζονείας και λογικές «επανίδρυσης» του «γαλάζιου» κράτους, όπως το 2004. Ομως υπάρχουν δείγματα που δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά. Το προεκλογικό της πρόγραμμα παρουσιάζεται αρκετά στρογγυλεμένο και ασαφές σε σχέση με τις θεματικές της ημερίδες.

Αντανακλά επίσης και τις υπαρκτές ιδεολογικές διαφορές από την Κεντροαριστερά, όπως η οριζόντια μείωση του ΕΝΦΙΑ 30% εντός διετίας χωρίς εισοδηματικά κριτήρια ή η μείωση των χρεώσεων ΥΚΩ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να ωφελεί τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Αναφέρεται σε χαμηλότερο ανώτατο φορολογικό συντελεστή από τον σημερινό με προοδευτική λογική, αλλά αυτό εμπεριέχει μια σημαντική αντίφαση επί της αρχής. Αν πέσει ο ανώτατος συντελεστής, η κλίμακα γίνεται λιγότερο προοδευτική, άρα μεγαλώνει το βάρος της μεσαίας τάξης, άρα οι ανισότητες θα μεγαλώσουν.

Μια επικίνδυνη ασάφεια υπάρχει και στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αφού δεν προσδιορίζεται πόσο θα πληρώνει ο εργαζόμενος και πόσο ο εργοδότης. Ενώ στο θέμα του ασύλου διολισθαίνει σε επικίνδυνες θεσμικές ακροβασίες, αφού το ισχύον θεσμικό πλαίσιο απαιτεί απλά πρυτάνεις, εισαγγελείς και Αστυνομία που να κάνουν τη δουλειά τους και δεν χρειάζεται ένας νέος «μπαμπούλας». Η λογική της καταστολής στα πανεπιστήμια δεν θα μακροημερεύσει και θα δημιουργήσει περισσότερες εντάσεις από αυτές που προσπαθεί να λύσει. Τέλος, αν και ευαγγελίζεται τη νέα οικονομία, είναι να απορεί κανείς με την πεποίθηση ότι η νέα επιχειρηματικότητα θα ανθήσει μόνο με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, χωρίς εναλλακτικά μέσα χρηματοδότησης και συμπράξεις καινοτομίας με το πανεπιστήμιο και την Κοινωνία των Πολιτών.

Στα παραπάνω αρκεί κανείς να προσθέσει την αντίληψη του Κυριάκου Μητσοτάκη για την κοινωνική κινητικότητα («ψυκτικός από το Περιστέρι»), τις ανισότητες, την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αλλά και τα μισόλογα γύρω από την υπόθεση Γεωργίου και τον ρόλο της κυβέρνησης Καραμανλή στη χρεοκοπία του 2009. Μια δεκαετία και αρκετά συνέδρια μετά, ελάχιστοι στο συντηρητικό κόμμα έχουν ασκήσει κριτική στα πεπραγμένα της περιόδου 2004-2009, ακόμη και όταν ο πρώην επίτροπος Μπαρόζο χρεώνει στον Κώστα Καραμανλή ανευθυνότητα και παραποίηση στοιχείων – κατόπιν εορτής πάντα.

Με λίγα λόγια, η κεντροαριστερή κριτική στη Νέα Δημοκρατία χρειάζεται να ενταθεί, να αναδείξει τις ασάφειες, τα κενά και τις ιδεολογικές διαφορές, ώστε να μπορέσει να επανασυνδεθεί με όσους νιώθουν ευάλωτοι και ανασφαλείς με την έλευση των «γαλάζιων» παιδιών. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι οι καλές κυβερνητικές προθέσεις ή ο όποιος (νεο)φιλελεύθερος μεταρρυθμιστικός οίστρος δεν θα κρατήσουν πολύ. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει ένα κόμμα με αρχαϊκή αντίληψη για τα αξιώματα, με αρκετούς εσωκομματικούς συμβιβασμούς και δοβλέτια, που αργά ή γρήγορα θα αξιώσουν το δικό τους μερίδιο στην επιτυχία.

*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι σύμβουλος δημόσιας καινοτομίας και νομικός