Περισσεύουν οι διαπιστώσεις ότι οι ερχόμενες εκλογές για την Ευρωβουλή θα είναι οι πιο κρίσιμες στη νεότερη ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν οι ευρωεκλογές του 2014 έγιναν στη σκιά της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, αυτές του Μαΐου ενσωματώνουν την αναταραχή του Brexit, της προσφυγικής κρίσης, της έξαρσης του εθνικισμού και της Ακροδεξιάς, τον φωτογραφικό Ψυχρό Πόλεμο ΗΠΑ – Ρωσίας, τις ανισότητες και τη δημογραφική γήρανση, την έλευση της αυτοματοποίησης και των ανησυχιών που αυτή παράγει για εργαζομένους, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ολες αυτές οι αντίρροπες τάσεις διχάζουν τα κράτη-μέλη, συγκροτούν νέα μπλοκ με κοινά συμφέροντα και εκ των πραγμάτων δημιουργούν μια Ευρώπη διαφορετικών ταχυτήτων και αντιλήψεων για το μέλλον της.

Βερολίνο και Βρυξέλλες επαίρονται ότι διαχειρίστηκαν με επιτυχία την οικονομική κρίση, που σόβησε για αρκετά χρόνια και αναδιένειμε πλούτο, εργατικό δυναμικό, επιχειρήσεις και επιρροή μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Ακόμη και η με το ζόρι έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα στήριξης και η είσοδος στο «ευρωπαϊκό εξάμηνο» παρουσιάστηκε ως επιτυχία και ως ο επίλογος μιας δεκαετίας ατυχών πολιτικών λιτότητας. Ωστόσο εμμονή της Γερμανίας και των κρατών-δορυφόρων της για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και πλεονάσματα αφαιρεί ζωτικό χώρο από τις εθνικές κυβερνήσεις από το να μειώσουν τις ανισότητες και να κάνουν δημόσιες επενδύσεις, οδηγώντας τις άοπλες στη μάχη της παγκοσμιοποίησης και των εμπορικών πολέμων.

Βυθισμένες μέσα στις εθνικές πραγματικότητες και το πολωμένο πολιτικό κλίμα, οι ελίτ αδυνατούν να συλλάβουν ένα προωθημένο σχέδιο για το μέλλον της Ενωσης, ενώ ο φιλοευρωπαϊσμός εκπέμπει περισσότερο φόβο για τα μη χειρότερα παρά μια επιβράβευση των πολιτικών ή του ρόλου της Ενωσης. Το κενό ηγεσίας και πολιτικής φαντασίας παίζει τον ρόλο του. Σε σχέση με μόλις μία δεκαετία πριν, ο πολιτικός χάρτης έχει αλλάξει, με τους Χριστιανοδημοκράτες να μετατοπίζονται προς τα δεξιά, την Ακροδεξιά να ενσωματώνει μεγάλο μέρος των αγωνιών των παραμελημένων λαϊκών στρωμάτων, τη Σοσιαλδημοκρατία να αιμορραγεί προς τα αριστερά και την Ακροδεξιά. Το δίπολο πρόοδος – συντήρηση αποκτά νέο περιεχόμενο όσο αλλάζουν οι κοινωνικές προσδοκίες, οι φόβοι και οι κίνδυνοι για τα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού.

Μέσα σε αυτό το κλίμα ο μόνος που σηκώνει το χέρι και δηλώνει «παρών» είναι ο πρόεδρος της Γαλλίας. Παρότι αποδυναμωμένος από τα «Κίτρινα Γιλέκα», ο Μακρόν προσπαθεί να ξυπνήσει τον κοιμώμενο γίγαντα και να μιλήσει σε όλες τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που δεν αποδέχονται το γερμανικό κατενάτσιο που οδηγεί με νομοτέλεια στην αποσύνθεση. Το σχέδιο Μακρόν, όπως διατυπώθηκε και στις 25 γλώσσες των κρατών-μελών, στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και της δημοκρατίας στην Ενωση από τους κινδύνους ξένων επεμβάσεων μέσω πολιτικού χρήματος, του Διαδικτύου και του λόγου μίσους. Την προστασία και την ενδυνάμωση των συνόρων της Ενωσης με κοινό προϋπολογισμό άμυνας, δίκαιο εμπόριο και ανταγωνισμό, έλεγχο στις ξένες εταιρείες, στοχευμένη βιομηχανική πολιτική. Και την πρόοδο με την εισαγωγή ενός πανευρωπαϊκού δικτύου κοινωνικής ασφάλειας για όλους τους πολίτες της Ενωσης που θα συνδυάζει αξιοπρεπή επίπεδο διαβίωσης και πολιτικές ενάντια στην κλιματική αλλαγή.

Φυσικά όλα αυτά απαιτούν συνεργασία, νέους θεσμούς, υποχώρηση της λογικής «ο καθενας να κοιτά το σπίτι του», που απηχεί ο γερμανικός ορθοφιλελευθερισμός. Ενδεχομένως να απηχούν και μια αφέλεια ως προς τις σημερινές δυνατότητες των πολιτικών συσχετισμών στην Ενωση να συμφωνήσουν σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, για το προοδευτικό μέτωπο η ατζέντα Μακρόν είναι μάλλον η μόνη που υπάρχει ως βάση συζήτησης, η μόνη που μπορεί να αφαιρέσει από τους ακραίους το μονοπώλιο της κοινωνικής ευαισθησίας και να ανανεώσει τον φιλοευρωπαϊσμό εκτός γερμανικού μονόδρομου.

* Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι σύμβουλος Δημόσιας Καινοτομίας και νομικός