«Η Ελλάδα αναγεννάται και βγαίνει στις αγορές», «η ανάπτυξη έρχεται», «η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο», «το πρόγραμμα πέτυχε». Ενα κύμα θετικών δηλώσεων και εκδηλώσεων συμπάθειας από το εξωτερικό έρχεται σε αντίθεση με τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα και τον στενό δημοσιονομικό κορσέ που θα χρηματοδοτήσει άλλη μια γενιά Ελλήνων.

Αλλά ακόμη και αρκετοί που δεν ασπάζονται την αισιοδοξία της κυβέρνησης και της ηγεσίας της Ευρωζώνης διαβλέπουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο, αφού υπάρχει μεταρρυθμιστικό κεκτημένο πάνω στο οποίο η οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια. Εχει βάση η εθνική και ευρωπαϊκή αισιοδοξία; Υπάρχουν τέσσερα σοβαρά ζητήματα που την αμφισβητούν. Πρώτον, η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων θα στεγνώνει την αγορά από το τουριστικό συνάλλαγμα ή τον επιμέρους πλούτο που θα παράγεται.

Δεύτερον, παρά την εσωτερική υποτίμηση, το μερίδιο των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών (πλην τουρισμού) δεν έχει αυξηθεί σημαντικά ώστε να πατάμε γερά στα πόδια μας στον διεθνή ανταγωνισμό. Τρίτον, το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη, δημόσιες επενδύσεις δεν γίνονται, οι ντόπιες επενδύσεις είναι σε αναμονή και οι εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης ακόμη αναπτύσσονται. Τέταρτον, η δημογραφική γήρανση, σε συνδυασμό με την υπερ-ευέλικτη αγορά εργασίας και το μεγάλο ποσοστό φτώχειας, δεν μπορεί να χρηματοδοτεί συντάξεις αξιοπρέπειας και βιώσιμες κοινωνικές υπηρεσίες.

Υπάρχει όμως και ένα πιο σημαντικό ζήτημα. Αφορά την έλλειψη ενός φιλόδοξου εθνικού στόχου, μιας αποστολής για το μέλλον. Εχουμε σκεφτεί πού θέλουμε να πάμε; Ποιες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις θα προσδιορίζουν τη συνύπαρξή μας; Πώς θα αντέξουμε σε μια μελλοντική κρίση; Ποιες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες θα πάρουν τα ηνία της αναγέννησης;

Οι χώρες μπορούν να κινητοποιούν δυνάμεις όταν βάζουν φιλόδοξους εθνικούς στόχους, αναφέρει η Μαριάνα Ματσουκάτο, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και ιθύνων νους του επόμενου προγράμματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ερευνα και την Ανάπτυξη. Αλλες θέλουν να γίνουν πρωταθλήτριες στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, άλλες στην πράσινη ανάπτυξη και την απεξάρτηση από το πετρέλαιο, άλλες σημείο αναφοράς για τα πανεπιστήμιά τους.

Η πορεία προς έναν εθνικό στόχο παράγει καινοτομία, γνώση, θεσμούς, συνεργασίες σε όλα τα επίπεδα. Οι κοινωνίες ωριμάζουν έτσι μαζί με τους πολιτικούς τους. Το κράτος εκσυγχρονίζεται, η οικονομία ενεργοποιείται, οι ορίζοντες ανοίγουν, η κοινωνία εισπράττει τα οφέλη.

Σήμερα, τα μνημόνια και το πρόγραμμα έχουν στεγνώσει την εγχώρια πολιτική από την απαραίτητη θεσμική φαντασία και πρωτοβουλία που χρειάζονται οι χώρες σε τέτοιες περιπτώσεις. Αντί η πολιτική να παραδίδει τη χώρα στον αυτόματο πιλότο του εξωτικού τουριστικού προορισμού, χρειάζεται να συνδέσει την καινοτομία με πραγματικά κοινωνικά προβλήματα: μέχρι το 2030 να μην υπάρχει κανένας φτωχός. Να σώσουμε τις θάλασσές μας από την υπεραλίευση και τα πλαστικά. Να έχουν όλοι πρόσβαση σε φθηνή και καθαρή ενέργεια. Το 30% της επιφάνειας κάθε πόλης να είναι χώρος πρασίνου και αναψυχής. Nα γίνουμε η πρώτη χώρα στον πλανήτη στον ήπιο περιβαλλοντικά τουρισμό. Αν δεν βάλουμε τη δική μας υπογραφή στο μέλλον, η ανάπτυξη θα παραμένει χάρτινη και ξένη.

* Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι νομικός και σύμβουλος καινοτομίας