Παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, πολλά φαινόμενα είναι πλέον κοινά στην Ευρώπη: δημογραφική γήρανση, υψηλή ανεργία, εκατομμύρια κακοπληρωμένων part timers, δύσκολη πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις, ξεπερασμένες δημόσιες διοικήσεις, δημοκρατίες χαμηλής έντασης. Η Ευρώπη της μετα-λιτότητας, που κομπάζει για τις μεταρρυθμίσεις, δεν έχει καταφέρει να τις αντιμετωπίσει: χτίζει θεσμούς, αλλά αφήνει έξω τους πολλούς. 

Είναι πια φανερό ότι το «υδραυλικό μοντέλο» κράτους – αγοράς, που κράτησε ζωντανό τον ανταγωνισμό Αριστεράς – Δεξιάς, αργοπεθαίνει. «Περισσότερο κράτος», λέει η Αριστερά, «περισσότερη αγορά», λέει η Δεξιά. Και οι δύο προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες με αναδρομική προοδευτική φορολόγηση και δημόσιες δαπάνες ή αντικυκλικές πολιτικές με επιδόματα. Πού θα βρεθούν όμως τα χρήματα όταν δεν υπάρχουν πολλά εργατικά χέρια, καλές δουλειές, ο πλούτος δεν «συλλαμβάνεται» και οι κοινωνίες γερνούν; Χρειάζεται ένας νέος οικονομικός και διοικητικός μετασχηματισμός, βασισμένος στη γνώση, στην εμπειρία, την καινοτομία. Δηλαδή, μια πολιτική οικονομία της απελευθέρωσης και των δυνατοτήτων, όχι απλώς της ισότητας. Σπέρματα αυτής υπάρχουν παντού, αλλά καμία σύγχρονη πολιτική αφήγηση δεν έχει καταφέρει να τα συνθέσει πειστικά.

Σήμερα, ο ανασυνδυασμός της πατέντας παράγει νέες εφευρέσεις, αλλά αυτές δεν έχουν γίνει κτήμα των πολλών. Εταιρείες-τεχνολογικοί γίγαντες μοιάζουν με μικρά πανεπιστήμια, παράγουν προϊόντα που τροχοδρομούν την αισθητική, τις συνήθειές μας. Οταν συναντηθούν με τα εκπαιδευτικά μας συστήματα και το άνοιγμα της γνώσης κάθε βιβλιοθήκης, μουσείου, πανεπιστημίου, εργαστηρίου, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες θα αλλάξουν τον τρόπο που κινούμαστε, μορφωνόμαστε, προσέχουμε την υγεία μας και ταξιδεύουμε.

Επίσης, σε εποχές χρηματοπιστωτικής ξηρασίας, οι τράπεζες μοιραία οδηγούν επιχειρηματικές ιδέες σε βραδυκίνητα προγράμματα επιδοτήσεων/ενισχύσεων. Οι start up γίνονται χόμπι όσων έχουν ήδη χρήματα. Ομως τεράστιος πλούτος ιδεών και δικτύων είναι σε αναμονή καινοτόμων εργαλείων χρηματοδότησης σε κάθε στάδιο, νέων επενδυτικών μορφωμάτων και χρηματοδοτικών συνεργασιών που δεν θα εξαρτώνται από τις συστημικές τράπεζες. Μέχρι σήμερα μας όριζαν η εθνικότητα, ο μισθός, το επίδομα, η σύνταξη. Μάθαμε να μιλάμε απλώς για μετανάστες ή συνταξιούχους, αδιαφορώντας για το τι θέλουν και τι μπορούν να διεκδικούν σε κάθε στάδιο της ζωής τους τόσοι άνθρωποι. Το χρήμα ήταν το σκυρόδεμα της κοινωνικής ταυτότητας και της ομοιογένειας. Τώρα που δεν περισσεύει, το κράτος δεν μπορεί να υπαγορεύσει τους όρους συνύπαρξης και κοινωνικής ανάπτυξης. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε πολίτες, επιχειρήσεις, συλλογικότητες και το κράτος να συνεργαστούν για έναν κοινό στόχο, από την αναβίωση ενός ιστορικού μνημείου έως τον καθαρισμό μιας ακτής, την πρόνοια για ευάλωτες ομάδες έως νέες μορφές συνεταιρισμού. Αποφασίζουμε μόνοι μας ποιοι θέλουμε να είμαστε και τι θέλουμε να πετύχουμε για τη γειτονιά, τον δήμο, τον τόπο μας.

Η ανοιχτή γνώση και η καινοτομία θα δυναμώσουν τη δημοκρατία. Με όπλο του ένα κινητό και ανοιχτή πληροφόρηση για την καθημερινότητά του, ο πολίτης θα αξιολογεί, θα απαιτεί καλύτερες υπηρεσίες, ακόμη και συμμετοχή σε ρυθμίσεις και διαδικασίες. Θα μάθει να εμπιστεύεται τους θεσμούς, τα κόμματα και τα πρόσωπα που δίνουν στη γνώμη του υπόσταση.
Οσο και αν μας ξεβολεύει, είμαστε αναγκασμένοι να μάθουμε να ζούμε με το ρίσκο. Η μετάθεση των προβλημάτων στο μέλλον με κάποιες μεταρρυθμιστικές ασπιρίνες δεν αρκούν. Για να ισορροπήσουν ξανά οι κοινωνίες μας τα τείχη που κρατούν τη γνώση φυλακισμένη πρέπει να πέσουν. Η καινοτομία, ως μια διαρκής και επίπονη προσπάθεια συνεργασίας και εκδημοκρατισμού της γνώσης, του κεφαλαίου, της εργασίας και της συμμετοχής είναι το πολιτικό στοίχημα της γενιάς της κρίσης.

* Σύμβουλος Δημόσιας Καινοτομίας, επικεφαλής της πολιτικής κίνησης «Μπροστά» και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Ποταμιού