Πάνω από 40 εκατομμύρια τουρίστες χάρηκαν ή χαίρονται φέτος το ελληνικό καλοκαίρι. Περίπου 9 στους 10 έρχoνται από το εξωτερικό. Που σημαίνει ότι ο εσωτερικός τουρισμός, που ήταν ο κανόνας, έχει μειωθεί εντυπωσιακά μέσα στην τελευταία πενταετία. Σύμφωνα με περσινά στοιχεία του ΣΕΤΕ, ο κλάδος συνεισφέρει πάνω από 25% του ΑΕΠ άμεσα και έμμεσα, με το 87,1% των εσόδων να παραμένει στην ελληνική οικονομία. Εχει υπολογιστεί ότι για κάθε ευρώ που ξοδεύεται στον τουρισμό το ΑΕΠ μεγαλώνει 2,65 ευρώ. Με άλλα λόγια, αντί να μετασχηματιστεί διαρθρωτικά η οικονομία, μετασχηματίστηκε ο τουρισμός.

Ομως εκτός από τις γενικότερες συνθήκες ασφάλειας σε μια χώρα και στην ευρύτερη περιοχή της, μια πετυχημένη τουριστική σεζόν και κατ’ επέκταση μια πετυχημένη πολιτική για τον τουρισμό εξαρτάται και από πολλούς άλλους παράγοντες. Αγγίζει σχεδόν κάθε τομέα δημόσιας πολιτικής: από τις χρήσεις γης, τις μεταφορές, το Εθνικό Σύστημα Υγείας και την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι την αστυνόμευση, την ασφάλεια των τροφίμων, την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και τη φορολόγηση. Αλλωστε γύρω από μια ισορροπημένη και βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, που δεν εκμεταλλεύεται ασύδοτα το περιβάλλον και τους ανθρώπους, μπορούν σήμερα να δημιουργηθούν αλυσίδες αξίας, νέες επιχειρήσεις, πολιτισμός, νέα επαγγέλματα και νέος πλούτος που μπορεί να χρηματοδοτεί καλύτερες υποδομές, δημόσιες και ιδιωτικές.

Αυτά βέβαια είναι υψηλή θεωρία όταν καίγονται σχεδόν 100 κάτοικοι και λουόμενοι σε προαστιακό θέρετρο, νησιά βυθίζονται στο σκοτάδι και απελπισμένοι τουρίστες ψάχνουν διέξοδο στο ακινητοποιημένο μετρό, ενώ η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη ελέγχεται από εγκληματικές συμμορίες και η έξοδος από τον Ηλεκτρικό στον Πειραιά φέρνει τον πολίτη αντιμέτωπο με ένα αδιανόητο χάος. Για να μην αναφερθούμε στην υπεραλίευση που έχει εξαφανίσει τα ψάρια σε νησιά των Κυκλάδων, τους κορεσμένους ή ανύπαρκτους βιολογικούς καθαρισμούς σε πολυδιαφημισμένες περιοχές, την ανεξέλεγκτη μαζικοποίηση του Airbnb, τις παράνομες χωματερές, την εγκατάλειψη ιστορικών κτιρίων, αρχαιολογικών και αρχιτεκτονικών μνημείων. Και όλα αυτά, με ένα κλείσιμο του ματιού της κυβέρνησης στη μαύρη οικονομία, αφού οι ελεγκτές θα κάνουν όσες εφόδους χρειάζεται για να πιάσουν τους εισπρακτικούς στόχους και οι επιχειρηματίες θα βρουν τον τρόπο να μην κόβουν αποδείξεις.

Αραγε, πόσο μακριά μπορούμε να πάμε έτσι; Ακόμη και αν στη σημερινή κυβέρνηση φταίει η κλιματική αλλαγή για όλα τα δεινά και της «κάθονται στραβές» στη βάρδιά της, δεν είναι ποτέ αργά να αρχίσει να σκέφτεται την Ελλάδα σε δύο, πέντε, 10 χρόνια και όχι σε έναν ή δύο μήνες.

Η πολιτική -ή καλύτερα οι πολιτικές για τον τουρισμό – είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να αφήνονται στην τύχη, στον αυτόματο πιλότο ή μόνο στην αγορά. Αφορούν και αυτούς που έρχονται, αλλά και όλους εμάς που μένουμε σε αυτόν τον τόπο.

*Ο κ. Παναγιώτης Βλάχος είναι Νομικός και σύμβουλος καινοτομίας