Γράφει ο νομικός και σύμβουλος καινοτομίας Παναγιώτης Βλάχος

Την ώρα που γράφονται αυτές οι σκέψεις, στην επικαιρότητα κυριαρχεί η συμφωνία για το Σκοπιανό και οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει στην αντιπολίτευση και την ευρύτερη κοινωνία. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η κυβέρνηση μεθόδευσε τις εξελίξεις ώστε το διάγγελμα του πρωθυπουργού να συμπέσει με την ψηφοφορία στη Βουλή για το «μνημόνιο χωρίς λεφτά» ή αλλιώς το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα μέχρι το 2022. 

Με στόχο υπερπλεονάσματα που θα ζήλευε και η Ρουμανία του Τσαουσέσκου και αντί για την έξοδο στις αγορές, κυβέρνηση και δανειστές δεσμεύουν την ελληνική οικονομία σε έναν κορσέ «στασιμοανάπτυξης», που θα τον χρηματοδοτούν οι συντάξεις και τα περιουσιακά υπόλοιπα της μεσαίας τάξης και όχι οι εξαγωγές, η καινοτομία, οι καλοί μισθοί ή οι επενδύσεις.

Οσοι παρακολουθούν τη διεθνή κατάσταση στην περιοχή των Βαλκανίων, την επιθετικότητα της Τουρκίας και τη συσσώρευση δύναμης από τη Ρωσία, αντιλαμβάνονται ότι η πάλαι ποτέ «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης έχει μετατραπεί σε τερέν ενός αγώνα ισχύος μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Γι’ αυτό και η επίλυση του σκοπιανού ζητήματος είναι μέρος της ευρύτερης ατζέντας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης για ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στον δυτικό άξονα.

Επί της αρχής, κάθε ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθεί να λύσει το ζήτημα με διορατικότητα, αλλά και σεβασμό στις ανησυχίες της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Με πνεύμα συνεργασίας και καλών προθέσεων με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Ιδιαίτερα όταν απέναντί της είχε -στην αρχή τουλάχιστον- έναν αρχηγό της Ν.Δ. που έχει δημοσίως εκφράσει τις θετικές του προθέσεις για επίλυση και μια Κεντροαριστερά που έχει πετύχει μεγάλες διπλωματικές νίκες στην Ευρώπη για τα εθνικά συμφέροντα και βρίσκεται στη μεριά της λύσης, όχι του προβλήματος.

Υπάρχει όμως ένα βασικό πρόβλημα. Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει δώσει κανένα δείγμα γραφής εθνικής και κοινωνικής ενότητας. Αντίθετα, έχει πολλάκις μεταφράσει εθνικά και εγχώρια θεσμικά θέματα, από τη συνταγματική αναθεώρηση και το Προσφυγικό μέχρι τον εκλογικό νόμο και τη φορολογία, σε εσωτερικό παιχνίδι ισχύος, ενώ έχει προσπαθήσει να καθίσει στο σκαμνί τους πολιτικούς της αντιπάλους, αφήνοντας τους πολιτικούς της φίλους στο απυρόβλητο. Εσχάτως έχει βάλει στο μάτι το Κίνημα Αλλαγής, με στόχο να ενισχύσει τις διαφορετικές φωνές που υπάρχουν εντός του, ώστε να καταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ τον ισχυρό φορέα της Κεντροαριστεράς. Ακόμη δε χειρότερα, ο πρωθυπουργός προσφέρει μια άνευ προηγουμένου πολιτική ασυλία στους Ανεξάρτητους Ελληνες, που δίνουν το δικαίωμα στον υπουργό Πάνο Καμμένο να κρύβεται σε κρίσιμες ψηφοφορίες και να υπερθεματίζει σε πατριδοκαπηλία και χυδαιολογία.

Διακρίνοντας πάντα το δάσος από το δέντρο, η Κεντροαριστερά πλήρωσε την κρίση του 2009, δαιμονοποιήθηκε για όλα τα δεινά του τόπου, αλλά στάθηκε όρθια, βάζοντας πλάτη σε νομοθετήματα ακόμη και της σημερινής κυβέρνησης, παρά την προκλητική απουσία και την επιθετικότητα του Πάνου Καμμένου. Γι’ αυτό και η μεθόδευση του πρωθυπουργού να απαλλάξει για άλλη μία φορά τους ΑΝ.ΕΛ. από τις πολιτικές τους ευθύνες και να ξεπλύνει πολιτικά τον περιφερόμενο τζάμπα πατριωτισμό του Πάνου Καμμένου σε ένα τόσο σημαντικό εθνικό ζήτημα ξεπερνά κάθε όριο σουρεαλισμού. Γι’ αυτό το τέλος αυτού του απαράδεκτου και αντιδημοκρατικού σουρεαλισμού, που υποτιμά το Κοινοβούλιο και την εθνική υπογραφή, χρειάζεται το ηχηρό και υπεύθυνο «Αρκετά!» του Κινήματος Αλλαγής.