Εμβρόντητη η Ελληνική κοινωνία πληροφορήθηκε πρόσφατα ότι υπήρχε σχέδιο παράλληλων πληρωμών με κουπόνια. Η αντιπολίτευση ζητάει σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τη διελεύκανση της υπόθεσης.

Προφανώς εμείς οι υπόλοιποι ζούσαμε τότε σε ένα παράλληλο σύμπαν που μας έδινε το πλεονέκτημα της εσωτερικής πληροφόρησης.

Γιατί προφανώς μόνο εμείς πληροφορηθήκαμε τότε, ότι υπήρχε το σχέδιο για τα περιβόητα IOUs, η σχετική προετοιμασία του απαραίτητου λογισμικού και η σύγκρουση με τη Γενική Γραμματεία Εσόδων που έμπαινε εμπόδιο στα εν λόγω σχέδια. Μόνο εμείς πληροφορηθήκαμε από επίσημα χείλη για τα σχέδια «εισόδου» στο νομισματοκοπείο και μόνο εμείς ακούσαμε την κα Ραχήλ να προαναγγέλλει εκτύπωση από το Χολαργό € 100 δις (άλλο ένα θύμα της άγνοιας και του παιδικού παιχνιδιού «χαλασμένο τηλέφωνο»).

Ο πρώην υπουργός οικονομικών είχε έτοιμο το σχέδιο. Ο Βίσμαρκ τα είχε πει όλα σε μία φράση: «Drei Professoren – Vaterland verloren! – Τρεις καθηγητές και χάθηκε η πατρίδα».
Και ο κος Βαρουφάκης ως καθηγητής που κάνει για 3 αλλά δεν ετοίμασε, ό,τι ετοίμασε, για να μείνει στο συρτάρι. Κανείς δεν έμεινε στην ιστορία επειδή επινόησε ένα σχέδιο, αλλά επειδή το εφήρμοσε, με επιτυχία ή άνευ.

Ποιες ήταν όμως οι προϋποθέσεις εφαρμογής του σχεδίου; Η διακοπή της απρόσκοπτης χρηματοδότησης και η επιβολή περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων (capital controls). Δεν έχει λεφτά το κράτος να κινηθεί, όλα τα μετρητά όλων των οργανισμών συγκεντρώνονται με ένα νόμο την ΤτΕ, δεν μπορούν να αναλάβουν οι πολίτες τις καταθέσεις τους. Η αγορά στεγνώνει και ως εκ θαύματος, ιδού η λύση που επεξεργάστηκε ο Τζον Μέϊναρντ Κέϋνς του 21ου αιώνα. Αν η χώρα έκλεινε την εκκρεμή αξιολόγηση και έμπαινε σε πρόγραμμα προληπτικής χρηματοδότησης, τίποτα από τα 2 δεν θα συνέβαινε. Όμως η Ελλάδα δεν το έπραξε. Αποφάσισε να διαπραγματευτεί. Τους μεταμφιεσμένους σε τουρίστες εφοριακούς, το δάνειο από τους BRICS, τον αγωγό από τη Ρωσία και άλλα ευτράπελα. Η κάνουλα της χρηματοδότησης προφανώς έκλεισε, η ΕΚΤ απέσυρε το waiver, ο κόσμος έτρεξε στα γκισέ να σηκώσει τις καταθέσεις του. Σε διάστημα ολίγων μηνών αποσύρθηκε το 1/3 των συνολικών καταθέσεων. Και όταν οι καταθέτες ζητούν ταυτόχρονα τόσα χρήματα οι τράπεζες κατεβάζουν ρολά. Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Capital Controls, ουρές στα ATM, αναλήψεις με το σταγονόμετρο…..κουπόνια.

Που στράβωσε η δουλειά; Στον Μάριο Ντράγκι. Ο κεντρικός τραπεζίτης, θα μπορούσε κάλλιστα να πει το εξής: «Οι Έλληνες επέλεξαν το δύσβατο δρόμο της σύγκρουσης. Δικαίωμά τους. Δεν μπορούν όμως και να συγκρούονται και να μπορούν να σηκώσουν και τα λεφτά τους. Ή θα ταίσουνε το σκύλο, ή θα τους μείνει η πίτα ολάκερη». Ποιος θα τον αδικούσε; Δεν το έκανε όμως. Έστελνε με όλα τα δυνατά μεταφορικά μέσα, για 6 μήνες, πακτωλό χρημάτων στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Με καλύμματα που δεν είναι και βέβαιο ότι κάλυπταν εις ολόκληρο το αναληφθέν ρίσκο της ΕΚΤ. Και δεκάδες δισ. βρέθηκαν σε οικιακά αυτοσχέδια θησαυροφυλάκια, διασφαλίζοντας τη ρευστότητα της αγοράς. Και όχι μόνο. Με τόσα δις ευρώ στα σεντούκια, όποιο παράλληλο «νόμισμα» εισαγόταν δεν θα γινόταν αποδεκτό στο 95+% των συναλλαγών, και η υποτίμησή του θα ήταν τόσο ραγδαία που ο χαρακτηρισμός σκουπίδι θα ήταν τιμητικός.

Και τότε βγήκε το μπαζούκας στο τραπέζι. Δημοψήφισμα. Εκεί πια, τα capital controls ήταν μονόδρομος. Και γιατί οι Ελληνικές τράπεζες δεν είχαν καλύμματα για άμεσες αναλήψεις πάνω από € 40 δις, αλλά και γιατί αν δανείσεις χώρα με το ένα πόδι έξω από την Ε.Ε. κινδυνεύεις να περάσεις το υπόλοιπο του βίου σου σε κάποιο ερημικό νησί πρώην Γαλλική αποικία.

Το άγνωστο στοιχείο της ιστορίας έχει να κάνει με το βράδυ του δημοψηφίσματος. Με την απότομη μεταστροφή και τη στέρηση ενός νόμπελ οικονομίας από τον αγαπητό Γιάνη. Τι μεσολάβησε; Η λογική; Ο φόβος; Σε αυτή όμως την περίπτωση δεν θα απαιτηθεί ποτέ εξεταστική επιτροπή για να μας διαφωτίσει.
Αρκεί που γλιτώσαμε. Και εμείς και η οικονομική επιστήμη.