Η εκλογή νέου αρχηγού σε ένα κόμμα, για όσους ακόμη ασχολούνται με την πολιτική, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ειδικά όταν συντρέχουν δύο λόγοι
Πρώτον, όταν πρόκειται για το ΠΑΣΟΚ, ασχέτως αν ατυχώς στην πορεία ονομάστηκε κάπως αλλιώς, ΚΙΝ.ΑΛ. (σιγά που θα τους αφαιρούσαν τον ΑΦΜ λόγω χρεών, τι ήταν, ο Πανιώνιος;), το οποίο κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της χώρας από το 1980 και μετά.

Δεύτερον, μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μην κυριαρχεί πια και την περίοδο 2012-2019 να έπεσε και τη θέση του να πήρε σε ποσοστά ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από τις τελευταίες εθνικές εκλογές μέχρι σήμερα έχουμε μερικά πολύ αξιοσημείωτα δεδομένα. Η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης από τη Ν.Δ., με πρωτόγνωρες ιστορικά αντιξοότητες, όπως μια πολύνεκρη πανδημία που συνεχίζεται (και κορυφώνεται έως σήμερα), δείχνει σημεία πρωτοφανούς «δημοσκοπικής ακινησίας» από την πρώτη μέρα που μετρήθηκε υπό το νέο πολιτικό καθεστώς.

Δεν θα ήταν διόλου παράλογο αν το ηχηρό και ζωντανό 31,5% του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 έπεφτε για μερικούς μήνες στο 22%-24%, όπως κι έγινε, γιατί πάντα μια νέα κυβέρνηση διευρύνει τη δημοτικότητά της σε αντίθεση με την αντιπολίτευση.

Αυτό όμως που ακριβώς δημιουργεί ένα νέο δεδομένο και ταυτοχρόνως στρέφει την προσοχή της κοινής γνώμης αλλά και των ειδικών στο ΚΙΝ.ΑΛ. σήμερα είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει σημεία ανάκαμψης -παρά μόνο με βάση στατιστικές αυξομειώσεις του 1%-2%-, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις των δημοσκοπικών εταιρειών. Στημένοι όλοι οι δημοσκόποι της χώρας, από τον Νικολακόπουλο και τον Μαραντζίδη μέχρι τον Φαναρά και τον Γεράκη, συγγνώμη, αλλά απλά δεν υπάρχουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, στριφογυρνάει στο 20% και με τις προβολές και τις εκτιμήσεις άντε να φτάνει στο 25%. Ητοι χονδρικά περί τις 10 μονάδες διαφορά από τη Ν.Δ., άρα ίσως και χειρότερα από τις εκλογές του 2019 που είχαν 8,5 μονάδες διαφορά τα δύο κόμματα. Σημειώστε ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ στη Μεταπολίτευση, δύσκολα να το παρατηρήσει κανείς έστω και πιο πριν ιστορικά.

Αυτό το στατιστικό εύρημα των δημοσκοπικών εταιρειών το βλέπουν όλοι στην κοινωνία, το αισθάνονται ακόμα και από το ίδιο το περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το κόμμα έχει ένα σοβαρό ζήτημα προσέγγισης της νέας εποχής όπου έχει εισέλθει η χώρα μετά τα μνημόνια, με αποτέλεσμα να μην «τραβάει» και κυρίως να αδυνατεί να αλλάξει κρίσιμες παραμέτρους για να ξαναπροσελκύσει ψηφοφόρους.

Σημαίνει, λοιπόν, ότι επειδή είναι κολλημένος ο ΣΥΡΙΖΑ θα «πάει» το ΠΑΣΟΚ; Η απάντηση είναι ότι όντως οι προϋποθέσεις υπάρχουν να κινηθεί κάτι στο ΚΙΝ.ΑΛ. γιατί δεν γίνεται όλη η χώρα να ψηφίζει ένα κόμμα, και μάλιστα ως κυβέρνηση συνεχώς. Γι’ αυτό οι εκλογές και η αλλαγή προσώπων δημιούργησαν ένα ενδιαφέρον που αύξησε τη δημοσκοπική ισχύ του ΚΙΝ.ΑΛ. σχεδόν αμέσως από το 6% στο 9%.

Η άποψή μου είναι ότι αν υπήρχε ισχυρό πρόσωπο αναφοράς στον χώρο της Κεντροαριστεράς ακόμα και πριν από την προκήρυξη εκλογών στο ΚΙΝ.ΑΛ., είτε εντός είτε εκτός του κόμματος, αυτό θα είχε ήδη δημιουργήσει διακριτό ρεύμα, ενθουσιασμό και κίνηση. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο και δεν συμβαίνει, δυστυχώς, ούτε σήμερα.

Και φυσικά, δεν γνωρίζω αν με τις εκλογές και την ανάδειξη νέου αρχηγού στο ΚΙΝ.ΑΛ. αυτό μπορεί να συμβεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποιος και να βγει δεν θα κάνει διαφορά, δεν είναι και οι τρεις ίδιοι οι υποψήφιοι αρχηγοί. Αλλά ας αφήσουμε να δούμε ποιοι θα είναι οι δύο του δεύτερου γύρου.

Κρισιμότατο ζήτημα για την τύχη του πάλαι ποτέ ιστορικού ΠΑΣΟΚ αλλά και την ομαλότητα του πολιτικού συστήματος μπροστά στην παγίδα της απλής αναλογικής που στήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ (όπως ακριβώς είχε στήσει και ο αείμνηστος Κουτσόγιωργας για να «χαωθεί» η χώρα εν όψει ήττας το 1989) είναι πόσοι θα ψηφίσουν την Κυριακή αποκτώντας έτσι το δικαίωμα να ξαναψηφίσουν και την επόμενη Κυριακή προκειμένου να επιλέξουν αρχηγό.

Αν ψηφίσουν 50.000, άντε 100.000 πολίτες, το παιχνίδι χάθηκε και για το ΠΑΣΟΚ και για όποιον βγει πρόεδρος, διότι αρχηγός που προέκυψε από ένα κλάσμα του συνόλου των ψηφοφόρων -και όταν στις εκλογές της Ν.Δ. πήγαν 400.000- δεν πάει πουθενά.

Θα είναι ένας αρχηγός μηχανισμών σε ένα κόμμα που πιθανότατα δεν θα ξαναέχει την ευκαιρία να αναστηθεί. Ασφαλώς και το αντίθετο, δηλαδή αν πάνε 200.000 ή 250.000, δεν προεξοφλεί ότι το ΚΙΝ.ΑΛ. απαραιτήτως ξαναμπαίνει στο παιχνίδι γιατί αυτό θέλει χρόνο και «αποδείξεις» από τον νέο του αρχηγό.

Είναι, πάντως, βασική προϋπόθεση να πάει κόσμος και να ψηφίσει για να φανεί αν ο «σφυγμός» που έδειξε ότι υπάρχει με τις εκλογές του ΚΙΝ.ΑΛ. μετατραπεί και σε «ζωή» για το ΠΑΣΟΚ, με προοπτική ανάπτυξης και επανάκτησης έστω ενός τμήματος της Κεντροαριστεράς.