Με αυτή την έννοια, λοιπόν, και η σημερινή μέτρηση της Marc για το «Πρώτο Θέμα», την οποία επιλέγουμε να παρουσιάζουμε συχνά κατά την επίσκεψη του εκάστοτε πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, είναι κατά τεκμήριο αξιόπιστη. Και έτσι μπορεί κανείς να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα.Πρώτα απ’ όλα, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση, και ειδικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν έχει χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών παρά την τρομακτικά δύσκολη συγκυρία που βιώνει η Ελλάδα. Ο συνδυασμός του κορωνοϊού με το εθνικό ζήτημα… τα έχει όλα. Ενέχει φόβο, ανασφάλεια, αβεβαιότητα για το μέλλον, τεράστια απορρόφηση οικονομικών πόρων που θα πάνε «για κανόνια αντί για βούτυρο για τον λαό», κατά παράφραση του γνωστού ρηθέντος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο («θέλουμε περισσότερο βούτυρο παρά κανόνια»). Προοιωνίζεται επίσης σκληρός χειμώνας λόγω ύφεσης, ενώ εκφράζονται περισσότερο ελπίδες παρά βεβαιότητα για την αναστροφή της σε ανάπτυξη εάν βρεθούν και λειτουργήσουν τα εμβόλια για την πανδημία. Σε αυτά ας προστεθεί και το δράμα της Μόριας που αμαυρώνει την εικόνα της χώρας διεθνώς.

Ο Μητσοτάκης σε αυτή την ομολογουμένως ατυχή συγκυρία γι’ αυτόν και για τη χώρα έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, τον πολιτικό του αντίπαλο. Ο Τσίπρας αυτή την ώρα δείχνει αδύναμος να αντιδράσει και να «ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη» όπου βρίσκεται το κόμμα του. Γι’ αυτό τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ είναι πρωτοφανώς χαμηλά για αξιωματική αντιπολίτευση, ειδικά όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει τόσο μεγάλα προβλήματα.

Θεωρώ αδιάφορο αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στο 19% ή στο 22%, ίσως μετράει μόνο ψυχολογικά, αλλά έως εκεί, δεν κάνει ουσιώδη διαφορά, αφού όλοι ξέρουν ότι υπάρχει πρόβλημα και στο κόμμα και στη στρατηγική του.

Δύσκολο θέμα, δυσεπίλυτο μεν, αλλά όχι και ανυπέρβλητο, γιατί, όπως ο Μητσοτάκης, έτσι και ο Τσίπρας έχει κι αυτός ένα μεγάλο ατού. Δεν έχει κανέναν «ορατό» αντίπαλο στον χώρο του, ούτε στο κόμμα ούτε στην Κεντροαριστερά, η οποία φυσικά δεν πρόκειται να εξαφανιστεί από την Ελλάδα, ούτε ασφαλώς θα κυβερνάει για πάντα η Κεντροδεξιά και θα φαντάζει άφθαρτος για πάντα ο Μητσοτάκης. Ο Τσίπρας κινδυνεύει μόνο από την ατολμία του, η οποία βέβαια μπορεί να αποδειχθεί μοιραία γι’ αυτόν αν ξαναχάσει εκλογές με εμφανώς μεγαλύτερη διαφορά από εκείνες του 2019.

Οι δημοσκοπήσεις των ημερών θεωρώ ότι δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση «λευκή επιταγή» για την κυβέρνηση, η οποία έχει αρχίσει να δείχνει και αρρυθμίες και προβλήματα και πολλοί υπουργοί και στελέχη της απλά δεν κάνουν για τη θέση που ακόμα κατέχουν. Φοβάμαι ότι ο «μη ανασχηματισμός» του καλοκαιριού θα κοστίσει στη λειτουργία της κυβέρνησης σε μια πολύ κρίσιμη φάση.

Ο κόσμος δίνει χρόνο στον Μητσοτάκη γιατί βλέπει ότι στα κρίσιμα και στα μεγάλα ο ίδιος δεν κάνει λάθη, τα πάει καλά. Χτίζει συμμαχίες διεθνώς, κάνει το σωστό και ενίοτε τολμάει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι άλλοι πρωθυπουργοί στο παρελθόν. Δεν λέει ανοησίες τύπου «go back, madam Merkel!», αλλά δεν τη ρωτάει κιόλας εκεί που νομίζει ότι δεν συμφέρει τη χώρα (ΑΟΖ με την Αίγυπτο).

Επίσης, γνωρίζει καλά τα οικονομικά και φαίνεται να ακολουθεί σχετικά σωστή συνταγή για να περιορίσει τη ζημιά από την τερατώδη ύφεση που προκάλεσε η πανδημία.

Αυτή η εικόνα, λοιπόν, αποτυπώνεται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, αλλά τα προβλήματα της χώρας είναι μπροστά, η ύφεση θα αρχίσει να φαίνεται περισσότερο τον χειμώνα και τα εθνικά θέματα θα κρατήσουν μήνες, χρόνια. Η δοκιμασία έχει ακόμα πολύ δρόμο.