Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έφτιαξε μια κυβέρνηση περίπου έτσι όπως τη σχεδίαζε αρκετούς μήνες προτού κερδίσει την εξουσία (ίσως και χρόνια), η οποία βασίζεται τουλάχιστον κατά το 1/3 σε μη επαγγελματίες πολιτικούς, νέους ανθρώπους με καλές σπουδές και πλούσια επαγγελματική εμπειρία.

Σε ανθρώπους της εργασίας δηλαδή, οι οποίοι αντί να ξυπνάνε το πρωί και να στριφογυρνούν στα ανά τη χώρα πολιτικά στέκια-καφενεία και σε επαγγελματίες κομματικούς παράγοντες με περγαμηνές στην αερολογία, αυτό που έκαναν ήταν να εξακολουθούν να δουλεύουν σκληρά.

Η ειδοποιός διαφορά από άλλες κυβερνήσεις που δοκίμασαν σχήματα με «τεχνοκράτες» είναι τόσο ο αριθμός τους, που είναι πολλαπλάσιος (21 από τους 51), όσο και αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός τούς έδωσε και «βαρύ τίτλο» για τα κυβικά τους, δηλαδή τους έκανε υφυπουργούς και όχι γενικούς γραμματείς ή ειδικούς συμβούλους. Ετσι, λοιπόν, θεωρητικά αυτοί οι άνθρωποι είναι απευθείας συνδεδεμένοι με το πρωθυπουργικό γραφείο, ήτοι με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπου θα μπορούν να βγάζουν δουλειά και να ελέγχονται γι’ αυτή δίχως την παρέμβαση τρίτων και φυσικά χωρίς να νοιάζονται για το πολιτικό κόστος, μια που δεν πολιτεύονται.

Θα μπορούσε να βρει καλύτερους, δηλαδή πιο γνωστά ονόματα στον χώρο της διοίκησης επιχειρήσεων; Μα φυσικά, πάντα υπάρχουν καλύτεροι, αρκεί ο πρωθυπουργός μιας χώρας της οποίας οι σοβαροί και επιτυχημένοι πολίτες ή «λείπουν προσωρινά στο εξωτερικό» ή, δρώντας στην Ελλάδα, όταν ακούνε για εμπλοκή με την πολιτική αλλάζουν πεζοδρόμιο, να τους πείσει να το κάνουν αυτό. Το οποίο, εδώ που τα λέμε, μοιάζει μάλλον ακατόρθωτο, τουλάχιστον τώρα στην αρχή.

Φυσικά το κυβερνητικό μείγμα έχει και τους κλασικούς κοινοβουλευτικούς πολιτικούς που… όλοι γνωρίσαμε και αγαπήσαμε εδώ και αρκετά χρόνια, όπως θα παρατηρήσετε σωστά και σκωπτικά. Ασφαλώς και έτσι είναι. Καλώς ή κακώς, οι ψηφοφόροι ανέδειξαν στην κάλπη σχεδόν όλους αυτούς που σήμερα πρωταγωνιστούν στην κυβέρνηση, αν και πρέπει να τονιστεί ότι μοιραία από αυτήν -αλλά και από ολόκληρη τη Ν.Δ.- λείπουν πια οι βαρόνοι της τελευταίας 20ετίας. Γιατί τον Αδωνη και τον Χατζηδάκη ή τον Τσιάρα και τον Κικίλια μόνο βαρόνους του κόμματος δεν μπορείς να τους πεις.

Τώρα, λοιπόν, αρχίζουν τα δύσκολα για τον Κυριάκο, αφού η κάλπη -δηλαδή ο ελληνικός λαός- του έκανε το χατίρι και η τύχη τού χαμογέλασε και για μερικές χιλιάδες ψήφους έμεινε έξω η Χρυσή Αυγή και ο ίδιος σχημάτισε μια άνετη πλειοψηφία 158 και όχι 154 βουλευτών. Εχει τον χρόνο, μια καθαρή τετραετία, να παράξει έργο και να ξεκολλήσει την Ελλάδα από την πρωτοφανή μιζέρια που περνάει πάνω από μια 15ετία τώρα. Και μάλιστα χρόνο ανεμπόδιστο από προβλεπόμενα πολιτικά γεγονότα, δηλαδή εκλογές δήμων, Ευρωβουλής ή ακόμα και ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας (εκλέγεται με 151 βουλευτές).

Εχει επίσης ως κληρονομιά και ένα ακόμα πλεονέκτημα. Την υπερτετραετή διακυβέρνηση του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατά τη θητεία του έκανε τα πάντα όλα, μνημόνια με σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, εκχώρηση μακεδονικού ονόματος, εξυπηρετήσεις επιχειρηματικών συμφερόντων κ.λπ. Το δήθεν ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς που ταλαιπωρούσε από το 1974 και μετά την Ελλάδα θρυμματίστηκε στη συνείδηση του πολίτη, ασχέτως αν ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του με το υψηλό ποσοστό που πήρε προβάλλουν ως ο αντικαταστάτης του «ετέρου πόλου» στη χώρα.

Το 31,5% που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μου δεν το έδωσαν οι πολίτες για να βγουν στις πλατείες και να σκίζουν τα μνημόνια που έφερε (και) η νέα πολιτική τους επιλογή, αλλά γιατί είτε ανήκουν ιστορικά στην Κεντροαριστερά (ήταν ΠΑΣΟΚ), είτε δεν πείθονται από τη Ν.Δ., είτε απλά έχουν ειδικά συμφέροντα που εξυπηρετήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Καμία από αυτές τις κατηγορίες ψηφοφόρων δεν έχει δεδομένη ο κ. Τσίπρας μόνο και μόνο επειδή δεν θα φθείρεται στην αντιπολίτευση. Αντιθέτως, θα πρέπει να τους πείσει ότι θα αλλάξει και θα γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα. Αν μπορέσει να «νικήσει τον Μαδούρο που έχει μέσα του» σε ορισμένα ζητήματα, όπως στην αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης, των media,των πολιτικών του αντιπάλων κ.ο.κ., και αν καταλάβει ότι με το ψέμα δεν κυβερνάς για πάντα αφού στο τέλος πάντα εκτίθεσαι, τότε μπορεί και να τον ξαναδούμε.

Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στο ενδιαφέρον θέμα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, ο χρόνος άρχισε να κυλάει, είναι αμείλικτος, όμως και οι πολίτες δεν είναι χαζοί: αντιλαμβάνονται από την αρχή κάποια πράγματα. Καλά ξεκίνησε, με πολλούς νέους ανθρώπους, με απλά συμβολικά πράγματα, όπως να μην αλληλοπροσλαμβάνονται στο Δημόσιο οι… συγγενείς του κόμματος, με σωστές αποφάσεις, όπως οι προτεραιότητές του στη μείωση της φορολογίας και τις μεγάλες επενδύσεις (π.χ. Ελληνικό), με τις απλουστεύσεις του Αδωνη στη σύσταση εταιρειών, με την κατάργηση του ασύλου και με την παρουσία ενός ισχυρού προσώπου όπως ο Χρυσοχοΐδης στην ασφάλεια.

Μπορεί να αλλάξει πολλά και γρήγορα η νέα κυβέρνηση, έχει την ευκαιρία και πρέπει να της δοθεί απλόχερα. Για να της ασκηθεί εξίσου σκληρά και η κριτική, όποτε χρειαστεί.