Αυτή η πρόβλεψη, πάντως, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μας δίνει την ευκαιρία να πάμε στο μείζον θέμα για τη χώρα την επόμενη δεκαετία, που είναι τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης.

Τα 32 δισ. ευρώ που θα ξεκινήσουν να έρχονται στη χώρα από φέτος και για μια εξαετία (2026), γεγονός που αποτελεί πολύ μεγάλη ευκαιρία για να αλλάξει σημαντικά η Ελλάδα. Είναι στην ουσία ένας εξαιρετικά ισχυρός πολλαπλασιαστής που, αν τον εκμεταλλευτεί σωστά η χώρα, θα μπορέσει να αλλάξει όψη και μαζί κατηγορία στον παγκόσμιο χάρτη.

Λίγες τέτοιες ευκαιρίες στο παρελθόν δόθηκαν στη χώρα και συνήθως πάντοτε μετά από ένα μεγάλο γεγονός, όπως ήταν το Σχέδιο Μάρσαλ μετά τον Πόλεμο, η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η εισαγωγή μας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ.

Ενα παράδειγμα αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος τη σημασία της ενίσχυσης αυτής για την εγχώρια οικονομία. Εφόσον είναι σωστές οι εκτιμήσεις της «Εκθεσης Επιπτώσεων» της ελληνικής οικονομίας από τις εισροές του Ταμείου Ανάπτυξης, που ετοίμασε ο αρμόδιος υπουργός Θεόδωρος Σκυλακάκης και θα συζητηθεί στις 18 Ιουνίου στο Συμβούλιο υπουργών ECOFIN (παρουσιάζεται σήμερα από το «Πρώτο Θέμα»), η ανάπτυξη για τη χώρα μετά το 2025 θα είναι σταθερά περί το 2% για τα επόμενα 15 χρόνια (έως το 2040).

Η αύξηση στις ιδιωτικές επενδύσεις θα ξεκινήσει από φέτος με ρυθμούς 3%-5%, θα ανέβει στο 6%-7% έως το 2025 και θα φτάσει πάνω από 8% από το 2026 και μετά. Ο οικονομικός αυτός «επιταχυντής» θα φέρει νέες θέσεις εργασίας από 2% έως 5,5% για την επόμενη πενταετία και αυξήσεις στους μισθούς 2%-3% από το 2022 και μετά.

Η εικόνα αυτή που περιγράφεται δεν είναι «μαγική», τουλάχιστον ως μοντέλο, για τον απλό και αδιαμφισβήτητο λόγο ότι τα κονδύλια έχουν εγκριθεί και απομένει η έγκριση στον τρόπο διανομής τους από την Ε.Ε.

Προσοχή, μπορεί όμως να «καταστεί μαγική», δηλαδή να μην ευοδωθεί ποτέ ή να στραβώσει βαριά, αν δεν συνοδευτεί από μερικά δεδομένα. Πρώτα απ’ όλα, η χώρα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, την οποία φυσικά δεν θα είχε εύκολα με την απλή αναλογική που είχε ψηφίσει η προηγούμενη κυβέρνηση – θεωρητικά πάντοτε το πρώτο κόμμα μπορεί να βρει έναν σύμμαχο να κυβερνήσει, αλλά όποτε συνέβη στην Ελλάδα είδαμε τα αποτελέσματα…

Για την ώρα, δεν είμαστε μπροστά σε κρίση πολιτικής σταθερότητας, αντιθέτως η κυβέρνηση διάγει πορεία προς δεύτερη τετραετία, κι αυτό το γνωρίζει και η αντιπολίτευση, γεγονός θετικό για όλους.

Είναι όμως εξίσου σημαντικό να μπορέσει αυτή η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις πολιτικές που θα «κουμπώσουν» αυτά τα εντυπωσιακά μεγέθη ανάπτυξης, και εκεί θα κριθεί ο Μητσοτάκης ως πολιτικός και φυσικά ως πρωθυπουργός μεσοπρόθεσμα, αλλά και ιστορικά. Αν δηλαδή αποδειχθεί ικανός, με τη βοήθεια των ειδικών συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία που προκάλεσε η πανδημία, να αλλάξει ριζικά το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας. Σε αυτή την προσπάθεια θεωρώ σημαντική προϋπόθεση την επιστροφή των Ελλήνων που άφησαν τη χώρα την τελευταία δεκαετία προς αναζήτηση καλύτερης εργασίας, καθώς και την προοπτική να επιστρέφουν σύντομα όσοι φεύγουν τώρα για σπουδές και εμπειρίες στις διεθνείς αγορές. Αν υπάρχουν ανάπτυξη, κίνητρα και προοπτική, θα γυρίσουν σχεδόν όλοι.

Η χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τα πρωτοφανή μέτρα ρευστότητας που δίνονται παγκοσμίως -και φυσικά στη «δική μας» Ευρωπαϊκή Ενωση- προσφέρουν μια τεράστια ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί και να μεταρρυθμιστεί η χώρα έτσι όπως τη ζούμε από το 1974. Μακάρι να μη χαθεί η ευκαιρία!