Η χρονιά που έφυγε θα μπορούσε να περιγραφεί με έναν τίτλο ως το «τέλος των ψευδαισθήσεων». Το τέλος των ψευδαισθήσεων πολλών γενιών στην Ελλάδα ήρθε μέσα σε λίγους μήνες – όχι μόνο για όσους μας κυβερνούν, αλλά και για όσους (εκατομμύρια Ελληνες) πίστεψαν ότι υπάρχουν εύκολες και αυτόματες λύσεις για τα προβλήματά μας… κάπου εκεί στο υπερπέραν. Λεφτά από τη Ρωσία και την Κίνα, «go back madame Merkel», σκισίματα μνημονίων και τρίτοι δρόμοι στην Ευρώπη, δημιουργικές ασάφειες από γραφικές περσόνες που έγιναν υπουργοί.

Πρωτοχρονιά έχουμε, πάντως, οπότε έτσι για αλλαγή ας μη δούμε τη σκοτεινή αλλά τη φωτεινή πλευρά όλης αυτής της περιπέτειας που πέρασε η χώρα τους τελευταίους 12 μήνες.
Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, αργά αλλά σταθερά όλη η Ελλάδα αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι ο δρόμος είναι ένας, δύσκολος και ανηφορικός: αυτός της προσαρμογής στη σύγχρονη δυτική φιλελεύθερη οικονομία και όχι στον βαθύ κρατισμό και σε έναν ανύπαρκτο διεθνώς πλέον σοσιαλισμό που δεν υφίσταται σε καμία χώρα στην οποία ευημερούν οι πολίτες της.

Ναι, στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ πέρσι τέτοια εποχή κάτι τέτοια απίθανα έλεγε και με αυτά ψηφίστηκε για να κυβερνήσει. Ο Τσίπρας δεν τα πιστεύει πια αυτά και, ακόμα κι αν κάνει ότι μάχεται για τέτοιες ιδέες, απλά το φέρνει γλυκά στον κόσμο και ειδικά στον κόσμο του, για να τα χωνέψουν όλοι. Ο άνθρωπος ΠΑΣΟΚ θέλει να γίνει (όχι το σημερινό, αλλά το μεγάλο ΠΑΣΟΚ του πρόσφατου παρελθόντος) και… δεν κρατιέται – μέχρι και τη φωνή του Ανδρέα έβαλε μέσα του. Σε λίγο, μη δείτε και πάρει τα κουσούρια του, τα κιλά, τα ξενύχτια και τα άλλα του… Δεν ξέρω, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει Ανδρέας ή όχι, πάντως αυτό θα φανεί και θα παιχτεί τώρα, τους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς. Πρώτα απ’ όλα, ο Παπανδρέου μετά τα πειράματα των πρώτων μηνών προσαρμόστηκε και ο ίδιος, αλλά κυρίως άρχισε να πλαισιώνεται από «κανονικούς υπουργούς», δηλαδή από ανθρώπους που ήξεραν ή εν πάση περιπτώσει είχαν προδιαγραφές να μάθουν να κυβερνούν, και τέτοιους η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει και πολλούς.

Αν ο Τσίπρας θέλει να μείνει, τότε θα πρέπει να βρει υπουργούς που μέσα στην κρίση θα παραγάγουν έργο, θα έχουν αποτέλεσμα, θα φέρουν τρεις νέες μεγάλες επενδύσεις και θα τελειώσουν όσες είναι στον δρόμο. Δεν φτάνουν οι δύο μόνο άνθρωποι που έχει γύρω του και μιλάνε για όλα – τους φθείρει με την ενασχόλησή τους με όλα αυτά και στο τέλος θα τους εξουθενώσει και πολιτικά.

Η ανάπτυξη δεν έρχεται με θεωρίες, αλλά θέλει εργάτες-υπουργούς που με χαρτί και μολύβι κάθε μέρα δίνουν και μια μάχη κόντρα σε ένα τερατώδες Δημόσιο, που επί δεκαετίες τώρα, λες και έχει σώμα και ψυχή, παλεύει με σκοπό να διαλύει ό,τι καλό πάει να γίνει σε αυτή τη χώρα.

Δεύτερον, στην εποχή του Ανδρέα ο δικομματισμός είχε τεράστια ποσοστά. Αν ήσουν ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ. κυβερνούσες μία ή δύο τετραετίες. Τώρα απαιτούνται έξυπνες συμμαχίες και ευρύτερη στρατηγική, στοιχεία που ακόμα δεν έχει βρει ο πρωθυπουργός και όσοι σχεδιάζουν δίπλα του.

Ο Καμμένος δεν φαίνεται να φτάνει, όσο πιστός (ή εγκλωβισμένος) κι αν είναι, γιατί απλά οι 153 είναι αριθμός που πια δεν δίνει μια ολόκληρη θητεία που χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να πατήσει στα πόδια του.

Οσο αργεί να φτιάξει ο Τσίπρας αυτό το πλαίσιο ευρύτερης συναίνεσης με εθνικό όραμα την επιστροφή στην ανάπτυξη, τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται. Τον Σεπτέμβριο ήταν απλό: αρκούσε ένα τηλεφώνημα στα μικρότερα κόμματα για να τον ακολουθήσουν. Τώρα όσο αργεί τόσο πιο δύσκολο γίνεται, ενώ από την άνοιξη και μετά τα ποσοστά του δεν θα του επιτρέπουν και τόσο εύκολα να παίρνει πρωτοβουλίες.

Ας βιαστεί λοιπόν όσο γυρίζει…