Πριν από τέσσερα χρόνια και κάτι μήνες, τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ με κεντρικό σύνθημα «ξεμπλέκουμε με το παλιό», εννοώντας το έως τότε υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, κέρδισε με εντυπωσιακή άνεση τη Ν.Δ., διέλυσε ολοκληρωτικά σχεδόν το ΠΑΣΟΚ και όταν κλήθηκε να συγκυβερνήσει -για λόγους πρακτικούς- με ένα δεύτερο κόμμα διάλεξε έναν εθνολαϊκιστή πολιτικό, τον Πάνο Καμμένο.

Το εξάμηνο που ακολούθησε την πρώτη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η κορύφωσή του με το δημοψήφισμα τού «Ναι» ή «Οχι» στο ευρώ και την Ενωμένη Ευρώπη, τον Ιούλιο του 2015, θα μείνει χαραγμένο βαθιά στη μνήμη όλων όσοι ασχολούνται με την πολιτική και την Ιστορία της Ελλάδας.

Ο Τσίπρας, όντας πρωθυπουργός έξι μήνες και γνωρίζοντας -κατά τεκμήριο- εκ των έσω τους κινδύνους μιας τέτοιας πράξης, έκανε ένα εγκληματικό στη σύλληψή του δημοψήφισμα, στο οποίο αφού παραπλάνησε εντελώς τους πολίτες με ένα ψευδές ερώτημα του τύπου… «θέλετε να πληρώσετε τα μαλλιοκέφαλά σας με το νέο πρόγραμμα των Ευρωπαίων ή όχι;», πέντε μόλις ημέρες μετά μετέτρεψε το «Οχι», που οι Ελληνες αφελώς απάντησαν, σε «Ναι» και μετά άρχισε… το πάρτυ. Ηρθε ο λογαριασμός της εξάμηνης υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης της χώρας υπό Τσίπρα και Βαρουφάκη, που μας κόστισε ένα ακόμα αχρείαστο μνημόνιο, την απώλεια της κρατικής περιουσίας της χώρας (είναι υποθηκευμένη όλη στο Υπερταμείο των δανειστών), μαζί και τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες και μια ζημία περί τα 80 δισ. ευρώ, όπως επισήμως δηλώνουν οι δανειστές.

Ο κ. Τσίπρας τότε, όμως, δεν πλήρωσε τον λογαριασμό των εγκληματικών για την Ελλάδα χειρισμών του γιατί φρόντισε πριν καλά-καλά καταλάβει ο κόσμος τι πραγματικά συνέβαινε, δηλαδή 40 ημέρες μετά την υπογραφή του νέου, τρίτου μνημονίου, τον Αύγουστο του 2015, να προκηρύξει και πάλι εκλογές.

Βρήκε, λοιπόν, τους πολίτες κυριολεκτικά «με τα μαγιό», που λένε, και φυσικά δίχως ακόμα να τους έχει έρθει ο λογαριασμός των σκληρών μέτρων του νέου μνημονίου και τις κέρδισε εύκολα. Για την ακρίβεια, το πρώτο εξάμηνο του 2015 οι Ελληνες δεν είχαν πληρώσει τίποτα, ούτε ΕΝΦΙΑ, ούτε φόρους, ήταν όλα… τζάμπα μέχρι ο αρχηγός να αποφασίσει τι θα κάνει.

Οταν, λοιπόν, τον επανεξέλεξαν πανηγυρικά οι Ελληνες (να σημειώσω ότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι είχε για αντίπαλό του έναν πολιτικό άλλης εποχής) ήρθε ο μεγάλος λογαριασμός. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο κ. Τσίπρας είχε την ευκαιρία τότε, αντί να συνεργαστεί και πάλι με τον εθνολαϊκιστή Καμμένο, να καταστεί με μια απλούστατη κίνηση ο κυρίαρχος της Κεντροαριστεράς για τις επόμενες δεκαετίες συνεργαζόμενος -και ρουφώντας κυριολεκτικά στο τέλος- με το ΚΙΝ.ΑΛ. και το Ποτάμι. Δεν το έκανε γιατί απλά… γούσταρε Καμμένο.

Αίφνης, λοιπόν, οι Ελληνες κατάλαβαν ότι από το «σκίζω το μνημόνιο» πήγανε στο… «σε σκίζω στους φόρους και τις εισφορές». Ο φόρος-σύμβολο της πτώσης των Σαμαροβενιζέλων, ο ΕΝΦΙΑ, παρέμεινε, η Εφορία άρχισε να κατάσχει ακόμα και το 500ρικο από τους λογαριασμούς και του πιο φτωχού πολίτη και το σύνθημα «Κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη» κατέληξε σε ένα σύστημα όπου εκπλειστηριάζονται 1.000 σπίτια τον μήνα, μεταξύ των οποίων και πρώτες κατοικίες.

Ο πόλεμος κατά της διαφθοράς γρήγορα κατέληξε σε μια πρωτοφανή για την ιστορία της χώρας «άγρια συναλλαγή» μεταξύ εξουσίας και ολιγαρχίας, της περίφημης «Λούμπεν Μεγαλοαστικής Τάξης (ΛΜΑΤ)», όπως αποκαλούσε και ένας σύντροφος του Κουφοντίνα στη 17Ν τους Ελληνες επιχειρηματίες. Εγιναν σχεδόν αμέσως με όλους κολλητοί έως και σήμερα, ειδικά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Μάλιστα μερικοί εξ αυτών είχαν πιάσει στασίδι στον Αλέξη από νωρίς, πριν από το 2015.

Το δόγμα που ακολούθησαν, λοιπόν, ήταν ξεκάθαρο: «Είσαι μ’ εμάς, το αποδεικνύεις εμπράκτως κι εμείς μοιράζουμε τις δουλειές όπως ζητάς. Δεν είσαι μ’ εμάς, σε στοχοποιούμε και βάζουμε τον μηχανισμό μας στη Δικαιοσύνη και στον Τύπο να σε συντρίψει». Παππάς, Φλαμπουράρης, εξάδελφος Τσίπρα, οι χειριστές και φυσικά πίσω απ’ όλα ο ίδιος ο αρχηγός.

Μανία και ψύχωσή τους ο αντιπολιτευόμενος Τύπος, επιστράτευσαν δικαστές, τραπεζίτες, εφοριακούς, δημόσιους λειτουργούς, γενικά ό,τι μπορούσαν, για να εξοντώσουν ό,τι και όποιον δεν τους καθόταν βολικά.
Εστησαν media εκβιάζοντας τους ίδιους ολιγάρχες και τους υποχρέωσαν να τα χρηματοδοτήσουν αδρά, ενώ και οι δημόσιες εταιρείες έδιναν σημαντικά διαφημιστικά κονδύλια σε σχέση με την κυκλοφορία και την εμπορικότητα μέσων ενημέρωσης. Κυρίως σε sites που σκοπό έχουν να υβρίζουν τους πολιτικούς και τους μιντιακούς αντιπάλους του καθεστώτος.

Πέτυχαν τελικά όλα αυτά τον σκοπό τους; Η απάντηση είναι «ασφαλώς μέχρι ενός σημείου», αφού εκμεταλλευόμενοι και τη γενική συγκυρία κυβερνούν τεσσεράμισι χρόνια και θα είναι παρόντες και στο πολιτικό σκηνικό του μέλλοντος. Πώς και με ποια μορφή και μετάλλαξη απομένει να το δούμε τα επόμενα χρόνια.

Σήμερα -για να καταλήξουμε- οι ευρωπαϊκές εκλογές στην Ελλάδα έχουν αποκτήσει, λόγω όσων περιγράψαμε, τη σημασία μιας ιδιαίτερης αναμέτρησης. Δεν παίζεται η ευρωπαϊκή εκπροσώπηση της χώρας στην Ευρώπη, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει με μια διαφορά που θα προδικάζει ότι το φθινόπωρο η Ελλάδα θα έχει μια κανονική σταθερή κυβέρνηση τετραετίας ή θα ξαναχωθεί βαθιά μέσα σε μια νέα περιπέτεια. Αν ο Τσίπρας χάσει «στον πόντο», που λένε, τότε μέχρι τις επόμενες εκλογές θα κάνει αναλογικά τα ίδια με το 2015 για να ξανακερδίσει, απλά θα διαλύσει ό,τι χτίστηκε με κόπο και ιδρώτα τόσα χρόνια. Και με δεδομένο ότι οι ισχνές κυβερνητικές πλειοψηφίες οδηγούν στην απλή αναλογική, τότε μας περιμένει νέα οικονομική περιπέτεια, μόνο που αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανείς να μας δανείσει. Θα μπλέξουμε για τα καλά, άνευ επιστροφής.
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν μπορούμε να ξεμπλέξουμε και να αποφύγουμε την εθνική περιπέτεια και μια πρώτη απάντηση θα δοθεί από τους πολίτες την Κυριακή.