Oσοι έχουν μια στοιχειώδη πολιτική εμπειρία ή γνωρίζουν ακόμα και «μπακαλίστικα» οικονομικά (τα οποία είναι μια χαρά, αφού οι μπακάληδες κάνουν μια καλή και δύσκολη δουλειά) ήξεραν από την αρχή, δηλαδή από το 2012 και μετά, ότι ο Αλέξης και η παρέα του έλεγαν ψέματα, αλλά τα κατά συνθήκη ψέματα, αυτά που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι πολιτικοί για να μαζέψουν ψήφους.

Πάντως, αυτό δεν το κάνουν όλοι οι πολιτικοί, δηλαδή δεν ψεύδονται όλοι ασύστολα. Για παράδειγμα, σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία ο Κυριάκος δεν είπε ούτε ένα ψέμα, δεν έταξε ούτε ένα ευρώ πέραν ορισμένων μέτρων ελάφρυνσης που περιέχονται στο πρόγραμμά του εδώ και δύο χρόνια.

Πάμε όμως πίσω στο φαινόμενο Τσίπρας, όπου τα ψεματάκια του 2012 έγιναν χοντρά ψέματα το 2015 με το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Ετσι, λοιπόν, με τα παραμύθια περί απελευθέρωσης από «τα δόντια των δανειστών» εξελέγη πανηγυρικά και με τις ευχές ακόμα και αυτών που δεν τον ψήφισαν να πετύχει.

Το τι επακολούθησε είναι γνωστό, αν και έχει τη χρησιμότητά του να το θυμηθούμε ειδικά σήμερα που ψηφίζουμε. Πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ 2015, η εποχή του απόλυτου χάους, του τρόμου και του σκότους: η περίοδος ενός πρωθυπουργού που πειραματιζόταν και λειτουργούσε υπό την επήρεια ενός ημιπαράφρονα τύπου (του Βαρουφάκη), ο οποίος ακκιζόμενος στις διεθνείς συναντήσεις ως εκπρόσωπος της χώρας και κάνοντας απλά τον πονηρό οδηγούσε τη χώρα κατευθείαν στα βράχια.

Τη μοιραία απόφαση, όμως, που μας οδήγησε σε ένα τρίτο μνημόνιο, στην απώλεια του τραπεζικού συστήματος και την απεμπόληση ολόκληρης της περιουσίας του ελληνικού λαού (την υποθήκευσαν οι δανειστές στο Υπερταμείο για 99 χρόνια, μέχρι και τα ιστορικά μνημεία του ελληνικού έθνους) δεν την πήρε… κάποιος παράφρων Βαρουφάκης, αλλά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Εκανε ένα δημοψήφισμα, υφάρπαξε την ψήφο των πολιτών που μέσα στη θερινή ραστώνη του 2015 και μην έχοντας πληρώσει έως τότε ούτε ευρώ σε φόρους ψήφισαν «Οχι» δίχως να αντιλαμβάνονται ότι το «Οχι» ήταν στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ο απολύτως ανεύθυνος υπεύθυνος του «Οχι» Τσίπρας όταν κατάλαβε, μόλις μία εβδομάδα μετά, ότι βγάζοντας τη χώρα από το ευρώ θα πάει φυλακή ίδρωσε… μετά ξεΐδρωσε και με τη χαρακτηριστική άνεση που διαθέτει ένας επαγγελματίας ψεύτης και αριβίστας μετέτρεψε το «Οχι» σε «Ναι». Γλίτωσε τα χειρότερα, αλλά μας έστειλε έναν βαρύτατο λογαριασμό.

Αν αυτό ήταν το μοναδικό «έγκλημα» του απερχόμενου πρωθυπουργού, τουλάχιστον προσωπικά θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι ναι μεν ήταν μια ακραία περίπτωση λαϊκιστή (άλλωστε δεν είναι ο πρώτος) ή απλώς ενός αφελή και ανίδεου πολιτικού που είχε αυταπάτες, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται.

Μετά όμως άρχισαν… τα άλλα. Τα «δύσκολα, τα μαύρα και περίεργα» σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα και τη διακυβέρνησή του, όταν δηλαδή πια ο κ. Τσίπρας επανεκλέγεται το φθινόπωρο του 2015 και ακολουθεί μια συντεταγμένη πορεία δίχως χίμαιρες για τα οικονομικά, τους δανειστές κ.λπ.

Συμμαχεί με έναν ακροδεξιό πολιτικό στην κυβέρνηση, συγκροτώντας έναν κανονικό «μη πολιτικό συνεταιρισμό» με σκοπό τη διακυβέρνηση άνευ όρων. Ο Τσίπρας κάνει τη δουλειά του, ο Καμμένος τη δική του για σχεδόν μια τετραετία, και απλά χωρίζουν τρεις μήνες πριν το τέλος του έργου.

Ποια ήταν όμως από το 2016 και μετά η βασική έννοια (ο κεντρικός στόχος) του κ. Τσίπρα και του στενού περιβάλλοντός του, αφού την οικονομική διαχείριση της χώρας την εκχώρησε πλήρως στην τρόικα με διεκπεραιωτή τον Ευκλείδη Τσακαλώτο;

Ο κ. Τσίπρας είχε τρεις μεγάλες προτεραιότητες στο μυαλό του όταν «πάτησε πια στα πόδια του» ως πρωθυπουργός, τις οποίες βεβαίως τυγχάνει να έχουν και όλοι οι αυταρχικοί πολιτικοί της Ευρώπης όπως ο Ορμπαν και ο Σαλβίνι ή οι δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής, τηρουμένων των αναλογιών πάντα γιατί είμαστε στην Ευρώπη.

Να τα βρει με τον ξένο παράγοντα, να έχει λόγο ή και να ντιλάρει ο ίδιος τις μεγάλες μπίζνες της χώρας και να ελέγξει πλήρως, αν μπορεί, τα media ώστε να διευκολυνθούν οι κινήσεις του.

Ετσι, μέσα σε δύο χρόνια από «ακραίος αριστερός πολιτικός» έγινε το αγαπημένο παιδί της Μέρκελ, το καμάρι του Γιούνκερ και του μπίζνεσμαν Μοσκοβισί, το απόλυτο πουλέν του Αμερικανού πρεσβευτή -ειδικών αποστολών (Ουκρανία)- στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ. Τα έκανε όλα «όπως έπρεπε», από τη βάση της Σούδας έως το μείζον ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας. Και αυτοί -όλοι αυτοί, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί- τον τίμησαν μέχρι το παρά πέντε. Του έδωσαν ό,τι είχαν, με αποκορύφωμα τη μη μείωση των συντάξεων λίγο πριν από τις ευρωεκλογές.

Αλλά και στις μπίζνες της χώρας διέπρεψε ο Αλέξης. Αν εξαιρέσεις δυο-τρεις περιπτώσεις, όλος ο επιχειρηματικός κόσμος, που -όλως τυχαίως- εξαρτάται από το κράτος, έπινε νερό στο όνομά του. Γρήγορος, αποτελεσματικός και μπεσαλής, ο Αλέξης «έφτιαχνε» τις δουλειές μια χαρά, ο ίδιος, χωρίς μεσολαβητές. Θα πείτε εσείς, είναι κακό ο πρωθυπουργός της χώρας να βλέπει τους μπίζνεσμαν και να διευθετεί δουλειές;

Καθόλου, αρκεί να επωφελείται και το Δημόσιο, αλλά αυτά θα φανούν στο μέλλον. Ετσι δεν είπε άλλωστε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός όταν τον ρώτησαν σχετικά με τη Novartis;

Εξίσου δραστήριος ήταν στο ζήτημα των media. Θα λέγαμε εμείς -λόγω αντικειμένου- ότι… ήταν η τρέλα του. Ο διακαής του πόθος να κλείσει όποιον δεν γουστάρει (η λέξη ολίγον ακραία, αλλά αποτυπώνει πλήρως την αλήθεια) και να ανοίξει απολύτως ελεγχόμενα και πειθήνια media.

Την απόπειρα ελέγχου των media μάλιστα επιχείρησε να την κάνει πολύ χειρότερα και από τον Ερντογάν. Στην Τουρκία ο πρόεδρος έδωσε δυο-τρεις μεγάλες δουλειές στον όμιλο Ντεμιρορέν, προκειμένου να εξαγοράσει τον μεγάλο μιντιακό όμιλο της «Χουριέτ» από τον μη φιλικά προσκείμενο σε αυτόν όμιλο Ντόγκους αντί 1,2 δισ. ευρώ. Εδώ ο δικός μας πήγε λατινοαμερικάνικα με κλασικό παραδικαστικό, μαϊμού στημένες εξεταστικές επιτροπές που λοιδορούσαν όσους πλήρωναν τα δάνειά τους και λούφαραν τους δικούς τους, με εκβιασμούς στους τραπεζίτες και αφόρητες πιέσεις ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού, την Εφορία, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, το ΣΔΟΕ, ό,τι βρήκε μπροστά του.

Μερικοί άντεξαν με προσωπικό κόστος, άλλοι δεν τα κατάφεραν, αλλά και ο ίδιος ο Τσίπρας βγήκε βαριά τραυματισμένος από όσους επέζησαν από τη φονική αυτή επιδρομή του επιχειρηματικά, ηθικά, αλλά και σε ανθρώπους των media.

Πλήρωσε και πληρώνει το κόστος του «μαδουρικού πνεύματος» από το οποίο διακατέχεται σε σχέση με τη λειτουργία των σύγχρονων ΜΜΕ και θα εξακολουθήσει να το πληρώνει αν δεν αλλάξει νοοτροπία. Και φυσικά από δικά του media δεν έφτιαξε τίποτα βιώσιμο για την επόμενη μέρα, απλά ανακατεύτηκε ο ίδιος με τη λάσπη, εν μέρει με δημοσιογραφικό υπόκοσμο και εν πολλοίς με τους «απολύτως τίποτα» του επαγγέλματός μας.

Σήμερα η χώρα καλείται να αλλάξει κεφάλαιο και ο κ. Τσίπρας να πάει σπίτι του προσωρινά ή για πάντα – θα το δείξει η Ιστορία, αλλά εξαρτάται και από τον ίδιο. Λογικά θα έχει τον χρόνο να σκεφτεί και να ξανασκεφτεί εκεί στην αντιπολίτευση πώς και με ποιους κυβέρνησε την Ελλάδα, να κάνει την αυτοκριτική του, κάτι το οποίο απέφυγε συστηματικά όλο αυτό τον καιρό (και δεν εννοώ μόνο δημοσίως), και κυρίως να αντιληφθεί ένα πράγμα.

Οτι η αλαζονεία οδηγεί σχεδόν πάντοτε στην ύβρη, ότι το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και πως όταν σπέρνεις ανέμους, συνήθως θερίζεις θύελλες.