Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν «έγινε θέμα», συζητείται πλέον έντονα τους τελευταίους δύο μήνες, οι εκλογές του, η εντυπωσιακή συμμετοχή του κόσμου, η ακόμα πιο εντυπωσιακή νίκη του νέου αρχηγού του. Και ναι μεν όλα τα παραπάνω θα δικαιολογούσαν ένα «ξύπνημα» του χώρου, ένα «τσίμπημα» των ποσοστών του κόμματος, αλλά όχι… ακριβώς αυτό το οποίο βλέπουμε να εξελίσσεται τις τελευταίες ημέρες που διενεργούν δημοσκοπήσεις σχεδόν όλες οι εταιρείες της χώρας

Ας κοιτάξουμε σε αδρές γραμμές την εικόνα που παρουσιάζει δημοσκοπικά ο πολιτικός χάρτης σήμερα, δυόμισι χρόνια μετά τις εκλογές και με συνταρακτικά γεγονότα «στον δρόμο» όπως αυτά της πανδημίας. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. φαίνεται να έχει απολέσει 5-6 ποσοστιαίες μονάδες από το ποσοστό εκλογής του 2019, γεγονός που την κάνει να ελπίζει ότι σε «πραγματικό χρόνο αναμέτρησης» θα το επανακτήσει και με την πόλωση της δεύτερης Κυριακής θα ξανακυβερνήσει αυτοδύναμα. Αν το σημερινό 31%-33% με τις προβολές του στους αναποφάσιστους είναι 35%-36% έχει κάθε λόγο να ελπίζει ότι θα υπερπηδήσει το εμπόδιο ενός εκλογικού νόμου που η ίδια η Ν.Δ. ψήφισε (αλλά ουδείς κατάλαβε με ποιο σκεπτικό), αφού θα πρέπει να ξαναπιάσει σχεδόν τα ίδια ποσοστά -άντε κάτι πιο λίγο- με εκείνα του 2019. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, το κυβερνών κόμμα είναι σε τροχιά αυτοδυναμίας και ο στόχος του είναι απολύτως εφικτός εφόσον δεν κάνει χοντρά λάθη στη διακυβέρνηση που απομένει.

Αντιθέτως, τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις δημοσκοπήσεις, θα έλεγα ακόμα και πριν από την εντυπωσιακή εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ-Νίκος Ανδρουλάκης, ήταν «κακά μαντάτα». Γιατί απλούστατα δεν μπορεί να κυβερνάει ο αντίπαλός σου 30 ολόκληρους μήνες, αυτός να χάνει 5-6 μονάδες και εσύ 10-12 μονάδες. Κάτι δεν πάει καλά από την αρχή.

Αρχή όμως τώρα δεν είναι, αλλά μέσον της τετραετίας, και το ΠΑΣΟΚ… από το πουθενά μετράει σε άλλες δημοσκοπήσεις 12%-13%, σε αυτήν της Marc 15% (σήμερα στο «Πρώτο Θέμα») και σε κάποιες που ακόμα δεν έχουν δημοσιευθεί αλλά «τρέχουν» 16% με 17%. Όταν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται μεταξύ 19%-22% και με τις προβολές μπορεί να φτάνει το 23%-25%, το πράγμα φαίνεται ότι κάπου έχει σκαλώσει.

Στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εξηγήσουν -μεταξύ τους- όχι μόνο γιατί η διαφορά τους από το κυβερνών κόμμα αντί να μικραίνει μεγαλώνει, αλλά κυρίως πώς οι περίπου 24 μονάδες διαφορά τους από το τρίτο κόμμα έγιναν τώρα 4, λίγο πάνω ή κάτω δεν παίζει και τόσο ρόλο.

Ερώτημα λοιπόν κρίσιμο και εξόχως ενδιαφέρον, αλλάζει το πολιτικό σκηνικό στην Κεντροαριστερά, αντιστρέφονται ρόλοι και δημιουργούνται δεδομένα ανατροπών στον χώρο αυτόν ή και ενδεχομένως συνολικά; Αφού αν το ΠΑΣΟΚ δυναμώσει πολύ, μπορεί και να πάρει και ένα κομμάτι από τη Ν.Δ., έστω αισθητά μικρότερο από εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ.

Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί στην εκτίναξη του δημοσκοπικού ποσοστού του ΠΑΣΟΚ σίγουρα εμπεριέχεται το στοιχείο του ενθουσιασμού για ένα νέο πρόσωπο, αν και ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης δεν έχει κάποιο εξαιρετικά δημοφιλές προφίλ στην κοινωνία. Δεν είναι ο «παίκτης» με τον γοητευτικό λόγο, τις αιχμές και τον λαϊκισμό που εκτίναξαν τον Τσίπρα στις αρχές της καριέρας του.

Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι το νέο και άφθαρτο όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές της μνημονιακής δεκαετίας και μετά βεβαιότητος ουδείς εκεί υπόσχεται όσα έλεγε η «Πρώτη Φορά Αριστερά» στον καιρό της κρίσης.

Ενδεχομένως να είναι τόσο μεγάλη ανάγκη να καλυφθεί το κενό στην Κεντροαριστερά ή έστω να βρεθεί κάτι αξιόπιστο απέναντι στη Ν.Δ. Πιθανώς να μπούχτισε ο κόσμος της Κεντροαριστεράς τις ακραίες φιγούρες του ΣΥΡΙΖΑ, να περίμενε να κάνει κάτι ο Τσίπρας και να… κάνει δοκιμές σε παλιά κόμματα μεν αλλά με νέους αρχηγούς. Άλλωστε και η Ν.Δ. παλιό κόμμα είναι, αλλά ο Μητσοτάκης πήρε σχεδόν 40% και απολαμβάνει δημοτικότητα άνω του 50% ακόμα και σήμερα.

Σε κάθε περίπτωση, οι δημοσκοπήσεις 1,5 χρόνο πριν από εκλογές δείχνουν τα φλερτ, άντε τους αρραβώνες ψηφοφόρων, αλλά όχι και τους γάμους. Υπάρχει ο χρόνος, αλλά μετράει αντίστροφα για τον κ. Τσίπρα να αντιδράσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κ. Ανδρουλάκη που έχει το momentum και ίσως αν το χάσει δεν θα το ξαναβρεί. Όλοι κρίνονται στην πολιτική -όπως και στη ζωή- και φυσικά και η ίδια η κυβέρνηση που λόγω της «Omicron» αλλά και της ακρίβειας θα περάσει τον πιο δύσκολο χειμώνα της.