Σε πολιτικό φαινόμενο δίχως ημερομηνία λήξης -που να είναι, τουλάχιστον, ορατή στον ορίζοντα- φαίνεται πώς εξελίσσεται ο Αλέξης Τσίπρας, κάνοντας ακόμα περισσότερους να τον παρομοιάζουν με τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου καταδεικνύει το γεγονός αυτό με τον πλέον περίτρανο τρόπο, όσο και αν τα ποσοστά-ρεκόρ της αποχής δεν επιτρέπουν την εξαγωγή 100% ασφαλών συμπερασμάτων.

Η ανάδειξη, πάντως, της παράταξης Τσίπρα -γιατί δεν μιλάμε πια για ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για ένα σαφέστατα προσωποπαγές κόμμα- σε πρώτη δύναμη, με διαφορά 7,5 μονάδων από τη δεύτερη ΝΔ, δείχνει ότι οι Έλληνες ψηφίζουν πρόσωπα.

Με μια σημαντική μερίδα των μέσων ενημέρωσης να τον «χτυπούν» σε κάθε ευκαιρία -σε μια περίοδο, που θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε χρονικά από τις ημέρες προ των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου μέχρι και την προεκλογική περίοδο της 20ής Σεπτεμβρίου-, με τις υποσχέσεις που έδωσε ως επί το πλείστον να μην έχουν τηρηθεί, με μία διακυβέρνηση που ελάχιστα θύμισε… «πρώτη φορά Αριστερά», με τα περισσότερα δικά του επώνυμα στελέχη εναντίον του και με το τρίτο και σκληρότερο Μνημόνιο υπογεγραμμένο από τα ίδια του τα χέρια, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θριάμβευσε.

Ο Αλέξης Τσίπρας πήρε ένα ρίσκο με τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου -και του βγήκε. Η επιμονή του να πάει όσο πιο σύντομα η χώρα στις κάλπες, δικαιώθηκε, καθώς οι Έλληνες τον ξαναψήφισαν, μην έχοντας ακόμα λάβει τα… ραβασάκια της εφορίας, που θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν από τον Οκτώβριο, δίνοντας μια πρώτη, πικρή γεύση από τα μέτρα του νέου δανειακού προγράμματος.

Παράλληλα, με τη μεγάλη αποχή, ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του δεν εισέπραξαν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, αλλά την απαξίωση και την αδιαφορία τους, η οποία ωστόσο μοιράστηκε σχεδόν σε όλες τις παρατάξεις -πλην ΠΑΣΟΚ και Ένωσης Κεντρώων- και έτσι δεν ανέκοψε την κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.

Ακόμα και οι μεγαλύτεροι πολέμιοί του, δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός κατατρόπωσε κάθε του αντίπαλο, εντός και εκτός του κόμματός του, όντας πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού στην ελληνική πολιτική σκηνή. Οι αντίπαλοί του διαλύθηκαν. Αφού «καθάρισε» στις 25 Ιανουαρίου για… πλάκα τον Σαμαρά, «έβγαλε στη σύνταξη» και τον Μεϊμαράκη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «υποχρέωσε» τη ΝΔ να αναζητά νέο αρχηγό, δίχως όμως κανείς εκ των… δελφίνων της Συγγρού να μπορεί να πείσει ότι έχει την ικανότητα και τις δυνατότητες να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στον Τσίπρα.

Παράλληλα, «τα έβαλε» με όλα τα επώνυμα στελέχη του κόμματός του (Λαφαζάνη, Ζωή, Βαρουφάκη, Ραχήλ) και τα έστειλε στην αφάνεια και την ανυποληψία. Στοχοποίησε με την κριτική του τον Σταύρο Θεοδωράκη και τον έστειλε στα εκλογικά… Τάρταρα. Από την άλλη, «έκλεισε το μάτι» στον Πάνο Καμμένο και τον έβαλε εκ νέου στη Βουλή. Ακόμη και το ενισχυμένο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, έργο Τσίπρα είναι: κρατώντας «ζεστή» την πιθανότητα συγκυβέρνησης, εκτός από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, και με τη Φώφη Γεννηματά, την έστειλε στην 4η θέση -εκτός κι αν πιστεύετε ότι τα αυξημένα ποσοστά της Χαριλάου Τρικούπη οφείλονται στη σύμπλευση με τη ΔΗΜΑΡ…

Πρόκεται, ξεκάθαρα, για ένα πολιτικό φαινόμενο, που είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί -ή, τελικά, είναι πολύ απλό; Μήπως το αφήγημα δεν είναι πια η ψήφος διαμαρτυρίας -που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να ερμηνεύσει το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, αλλά και εκείνο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου-, αλλά η ψήφος… μίσους;

Εξαιρετικά απλοϊκά -μιας και οι βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις έχουν αποτύχει να δώσουν πειστικές εξηγήσεις-, θα έλεγε κανείς πως ο κόσμος μισεί τόσο πολύ τους προηγούμενους κυβερνώντες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τους οποίους έχει ταυτίσει με τα δεινά της χώρας και με τις σχέσεις διαπλοκής, ώστε κάτι τέτοιο να είναι αρκετό, για να δώσει για δεύτερη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση την εξουσία στον Αλέξη Τσίπρα.

Το αμέσως επόμενο διάστημα θα είναι πιθανότατα καθοριστικό για το πολιτικό μέλλον του κ. Τσίπρα και πολλά θα κριθούν από την επιτυχή -ή μη- εφαρμογή του Μνημονίου. Αν καταφέρει να αντέξει τους κλυδωνισμούς που, αναπόφευκτα, θα προκαλέσει η υλοποίηση σκληρών αντιλαϊκών μέτρων, και φέρει εις πέρας το πρόγραμμά, συνδυάζοντάς το με μέτρα που θα «ανακουφίζουν» την κοινωνία, τότε μάλλον θα συνεχίσει να κυβερνά για πολύ περισσότερα από τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Κι όσο κι αν η σύνθεση της νέας κυβέρνησης δεν μπορεί να αποτελέσει εχέγγυο επιτυχίας, αξίζει να παρακολουθήσουμε, ίσως, εάν και αυτό το πολιτικό «στοίχημα» του Αλέξη Τσίπρα μπορεί να κερδηθεί…