Η είδηση ότι η υποβολή των φορολογικών δηλώσεων θα ξεκινήσει φέτος νωρίτερα από κάθε άλλη χρονιά προκαλεί… τρόμο.

Αρχές Μαρτίου, το αργότερο, και ενώ θα έχει μόλις ολοκληρωθεί η αποπληρωμή των πέντε δόσεων του ΕΝΦΙΑ του 2015, θα κληθούμε και πάλι να υποστούμε τη βάσανο του Taxis. Πώς όμως θα συμβεί αυτό, όταν η ίδια η κυβέρνηση, καλά-καλά, δεν γνωρίζει για παράδειγμα τι θα γίνει με τις αποδείξεις ή με την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, που λογικά θα επηρέασει και τους φόρους ακινήτων; Πώς θα χτιστεί το αφορολόγητο; Θα γίνει υποχρεωτικό το πλαστικό χρήμα; Ποιοι θα παραμείνουν στις 100 δόσεις και ποιοι θα βρεθούν αιφνιδιαστικά εκτός ρύθμισης; Τα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό.

Το πιο αμείλικτο όλων, όμως, είναι το αν υπάρχει ακόμα φοροδοτική ικανότητα στις τάξεις των πολιτών ή έχει εξαντληθεί. Τα νούμερα δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά. Τον περασμένο Νοέμβριο μόνο, παρά τις ισχύουσες ρυθμίσεις οφειλών, στο χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο προστέθηκε ακόμα 1.500.000.000 ευρώ, φτάνοντας συνολικά τα 84 δισεκατομμύρια. Είναι απορίας άξιον πώς προσδοκά το οικονομικό επιτελείο να βάλει στα ταμεία τα μισά, έστω, από αυτά τα χρήματα, αλλά και πώς μπορεί να προχωρά σε σχέδια επί χάρτου, όταν ακόμα δεν έχει βρει λύση σε αυτήν την εξίσωση. Διότι δεν μιλάμε για… πενταροδεκάρες, αλλά για μια «ωρολογιακή βόμβα» δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, που απειλεί να «τινάξει» ανά πάσα στιγμή στον αέρα την ελληνική οικονομία και το περίφημο εγχείρημα της ανάκαμψης και της ανάπτυξης.

Αν δεν το έχουν καταλάβει στο ΥΠΟΙΚ, είναι ίσως καιρός να τους το πούμε: βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο μιας άτυπης στάσης πληρωμών -όπως εκείνη, στην οποία καλούσε κάποτε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Τώρα, την βρίσκει μπροστά του. Και από το πώς θα την διαχειριστεί, θα εξαρτηθούν πολλά για το μέλλον της οικονομίας και του τόπου. Εάν το πρόβλημα δεν αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα, καμιά αξιολόγηση και καμιά συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους δεν θα έχουν σημασία. Δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από λίγες ακόμα τεχνητές αναπνοές, σε έναν ετοιμοθάνατο που «αργοσβήνει».