Μπορεί να απομένει η επίσημη επιβεβαίωση για την ανάληψη της ηγεσίας της ΕΚΤ από την τωρινή επικεφαλής του ΔΝΤ, ωστόσο ήδη έχει αρχίσει να συγκεντρώνεται στο γραφείο της ο όγκος της δουλειάς από την περιμένει.

Κι αυτό γιατί η ευρωζώνη κινδυνεύει να γίνει η μεγαλύτερη παράπλευρη απώλεια του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Christine Lagarde επιστρατεύοντας μάλιστα όλη την πολιτική της μαεστρία ώστε να μπορέσει η περιοχή της νέας της δικαιοδοσίας να βρει τρόπο διαφυγής από μια πιθανή νέα ύφεση.

Η ευρωζώνη είναι εξαιρετικά ευάλωτη στις αναταράξεις που σημειώνονται στο παγκόσμιο εμπόριο. Το 2017, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχούσαν στο 27,9% του ΑΕΠ έναντι 12,1% για τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την ΕΚΤ.

Η νομισματική ένωση είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 323 δισ. ευρώ ή 2,8% του ΑΕΠ της για το α’ πεντάμηνο του 2019.

Και παρά το γεγονός ότι μεγάλες οικονομίες, όπως η γερμανική και η ιταλική, έχουν πολύ διαφορετική προσέγγιση ως προς τη δημοσιονομική συμμόρφωση – αλλά και στο πώς τις βλέπει η αγορά ομολόγων – ωστόσο και οι δυο στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές.

Η ευρωζώνη αντιμετωπίζει δύο μεγάλα προβλήματα σε ό,τι αφορά τον εμπορικό πόλεμο: πρώτον δεν μπορεί να κάνει και πολλά για να τον σταματήσει. Αν μαι ο Γιούνκερ βοήθησε να καθυστερήσει το ξέσπασμα μιας πραγματικής εμπορικής «σύρραξης» μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας, οι ολοένα επιδεινούμενες σχέσεις των δύο έχουν βαριά επίπτωση στις εξαγωγές και τις αποφάσεις για επενδύσεις εντός της ΕΕ.

Δεύτερον, η νομισματική ένωση έχει ελάχιστα εργαλεία για να πολεμήσει την επιβράδυνση του εμπορίου – σαφώς λιγότερα από τη Fed, καθώς η ισχυρή ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας της επέτρεψε να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια. Ετσι τώρα έχει μεγαλύτερα περιθώρια να τα μειώσει αν επιμείνει η επιβράδυνση της οικονομίας.

Κατ ‘αρχήν, η ευρωζώνη θα πρέπει να βασίζεται περισσότερο στη δημοσιονομική πολιτική. Το συνολικό χρέος στο μπλοκ ανερχόταν στο 85,1% του ΑΕΠ πέρυσι, σε σύγκριση με το 105,8% στις Η.Π.Α. Τα επίπεδα των ελλειμμάτων είναι επίσης πολύ χαμηλότερα: Μόνο 0,5% στη νομισματική ένωση έναντι 4,3% στις Η.Π.Α. Η Γερμανία απολαμβάνει έντονο δημοσιονομικό πλεόνασμα.

Ωστόσο, τα πολιτικά εμπόδια για μια καλά σχεδιασμένη δημοσιονομική στήριξη είναι τεράστια. Το Βερολίνο μπορεί να είναι ανοιχτό στην ιδέα του δανεισμού για τη χρηματοδότηση μέτρων για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, ωστόσο, δεν υπάρχει ένδειξη ότι είναι πρόθυμο να αλλάξει τον δημοσιονομικό κανόνα που ονομάζεται φρένο στο χρέος, ο οποίος περιορίζει το διαρθρωτικό της έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ. Οποιαδήποτε επιπλέον κλιματική δαπάνη θα είναι ευπρόσδεκτη, αλλά είναι απίθανο να έχει νόημα. Αν η εγχώρια ανεργία παραμείνει χαμηλή, οι Γερμανοί πολιτικοί πιθανότατα δεν θα αισθανθούν την ανάγκη να ανοίξουν το δημόσιο ταμείο.
Ένα τεράστιο πακέτο δαπανών στη Γερμανία θα ενίσχυε και την εγχώρια οικονομία και αυτή της ευρωζώνης. Ωστόσο, οι χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, όπως η Ιταλία, θα ωφεληθούν ελάχιστα από τις επιπτώσεις οποιασδήποτε επιπλέον γερμανικής δαπάνης. Εάν η ζώνη του ευρώ είχε κοινό προϋπολογισμό, θα της επέτρεπε να διαθέσει κονδύλια όπου χρειάζονται περισσότερο. Αυτό θα βοηθούσε πάρα πολύ.

Οι πολιτικές δεξιότητες του Lagarde είναι πολύ αναγκαίες. Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει στον δρόμο που χάραξε ο Mario Draghi. Αυτό σημαίνει να διατηρηθούν τα αρνητικά επιτοκια όσο το δυνατόν χαμηλότερα και να επαναληφθεί η ποσοτική χαλάρωση, εάν χρειαστεί.

Η πραγματική πρόκληση του νέου επικεφαλής της ΕΚΤ θα είναι να πείσει το Βερολίνο ότι είναι καιρός να αφαιρεθούν τα ανώτατα όρια δαπανών.

Οι πιθανότητες επιτυχίας της είναι, δυστυχώς, μικρές. Όπως σχολιάζει το Bloomberg, η ζώνη του ευρώ έχει μια μαζοχιστική τάση να δρα μόνο σε μια κρίση. Η Ευρώπη περπατάει θα λέγαμε ξυπόλητη στον δρόμο του εμπορικού πολέμου που άνοιξε ο Trump.