Μετά τη μεγάλη ύφεση του 2009, η αμερικανική οικονομία ανέκαμψε ταχύτερα και πιο ζωηρά από ότι η ζώνη του ευρώ, δημιουργώντας τότε αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου».

Αλλά καθώς η Ευρώπη αναδύεται από το πρώτο κύμα της επιδημίας Covid-19 σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με τις ΗΠΑ, ο ευρωπαϊκός συνδυασμός του κράτους πρόνοιας και των ισχυρών συστημάτων δημόσιας υγείας δείχνει και πάλι ελκυστικός.

Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να δυσκολεύονται να περιορίσουν τα κρούσματα σε πολλές πολιτείες από το Τέξας έως τη Φλόριντα, στις οποίες τα συστήματα υγείας κρέμονται από μια κλωστή. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απέτυχε να διατυπώσει ένα ενιαίο μήνυμα για τη χώρα, και οι κυβερνήτες των πολιτειών έλαβαν αντικρουόμενες αποφάσεις σχετικά με τη διάρκεια ή την αυστηρότητα των lockdown που έχουν επιβάλλει.

Την ίδια ώρα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η κατάσταση μοιάζει να είναι υπό έλεγχο. Από τη Γερμανία έως την Ελλάδα, οι χώρες αντιμετωπίζουν κάποιες εξάρσεις στις μολύνσεις, αλλά αντιμετωπίζονται με τοπικούς περιορισμούς.

Οι κυβερνήσεις άνοιξαν ξανά τις οικονομίες τους σταθερά, χωρίς να προκληθεί νέο άλμα στα κρούσματα. Οι θυσίες των μηνών της «καραντίνας» φαίνεται να αποδίδουν προς το παρόν.

Η οικονομία της Ευρώπης δείχνει επίσης να βελτιώνεται.

Η ευρωζώνη βρίσκεται στη μέση μιας πολύ απότομης ύφεσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ότι το συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν θα συρρικνωθεί κατά σχεδόν 8% το 2020.

Τα προβλήματα διαχείρισης της πανδημίας σε άλλες περιοχές τους κόσμου θα επηρεάσουν τις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών – και ειδικά στον τουρισμό. Ωστόσο, τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα καταστήματα φαίνεται πως θα γλιτώσουν ένα νέο γύρο οριζόντιων lockdown – σε αντίθεση με τις ΗΠΑ. Η εγχώρια ζήτηση στην ΕΕ – τόσο από καταναλωτές όσο και από κυβερνήσεις – λογικά θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν, όσο η πανδημία διατηρείται υπό έλεγχο.

Επιπλέον οι θεσμοί της αγοράς εργασίας μετριάζουν το πλήγμα στην ΕΕ: Χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν γενναιόδωρα προγράμματα επιδότησης των εργαζομένων για τις ώρες που δεν απασχολούνται. Έτσι οι εταιρείες μπορούν να κρατήσουν περισσότερους υπαλλήλους στο μισθολόγιο χωρίς να προκαλέσουν αύξηση στα ποσοστά ανεργίας ή πτώση στη ζήτηση.

Καθώς η οικονομία ξανα-ανοίγει, οι επιχειρήσεις δεν χρειάζεται να περάσουν από τη μακρά – και δαπανηρή διαδικασία – της επαναπρόσληψης των ίδιων ή νέων εργαζομένων. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη σε αυτή τη φάση είναι να διασφαλίσει ότι αυτό δεν θα μετατραπεί σε διαρκή αιμοδοσία προς μη-βιώσιμες εταιρείες και βιομηχανίες.

Οι εξελίξεις λόγω πανδημίας στις αγορές εργασίας της ΕΕ και των ΗΠΑ αντανακλά τη διαφορά των δύο προσεγγίσεων:

Το ποσοστό ανεργίας των ΗΠΑ έκανε άλμα στο 11,1% τον Ιούνιο, από 3,5% το Φεβρουάριο. Το ποσοστό στην πραγματικότητα μπορεί να είναι χειρότερο. Οι Τζέϊσον Φερμαν και Γουίλσον Πάουελ του Peterson Institute of International Economy πιστεύουν ότι το «ρεαλιστικό ποσοστό ανεργίας» ήταν 13% τον Ιούνιο, ύστερα από μεθοδολογικές διόρθωσεις.

Επιπλεόν τα στοιχεία για την αμερικανική ανεργία δεν λαμβάνουν υπόψη την επιδεινούμενη υγειονομική εικόνα κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου, η οποία ώθησε ορισμένες πολιτείες να καθυστερήσουν τα σχέδια άρσης των lockdown.

To ποσοστό ανεργίας στη ζώνη του ευρώ έχει αυξηθεί πολύ λιγότερο: Από 7,2% το Φεβρουάριο σε 7,4% το Μάιο.

Η ιστορία δύο κρίσεων: Από την έναρξη της επιδημίας Covid-19, η Ευρώπη έχει διατηρήσει τον έλεγχο της ανεργίας

Αυτή η απόκλιση είναι το αποτέλεσμα της χρήσης των προγραμμάτων προστασίας της απασχόλησης στην Ευρωζώνη, τα οποία καλύπτουν περισσότερα από 35 εκατομμύρια εργαζομένους στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες.

Ομάδα οικονομολόγων της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαπίστωσε ότι αυτά τα προγράμματα στήριξης των μισθών προστάτεψαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών από τον αντίκτυπο της πανδημίας.

Χωρίς αυτές τις παροχές, η μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων στη ζώνη του ευρώ θα ήταν 22% κατά τη διάρκεια του lockdown. Χάρη στα μέτρα των κυβερνήσεων, η μείωση ήταν μόνον κατά 7% – αν και υπήρχαν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, με τους Γερμανούς να απολαμβάνουν τη μεγαλύτερη βοήθεια στο εισόδημά τους.

Το επόμενο πρόβλημα

Το πρόβλημα για την Ευρώπη είναι ότι αυτά τα συστήματα είναι πολύ ακριβά και διαστρεβλώνουν τα κίνητρα τόσο για εταιρείες όσο και για εργαζόμενους – οι οποίοι μπορεί και να μην βιάζονται ιδιαίτερα να επιστρέψουν στη δουλειά τους.

Οι εργοδότες από την άλλη, δε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτά τα προγράμματα για να αναβάλλουν ή να αποφύγουν να προσαρμοστούν στη νέα οικονομική πραγματικότητα μετά το Covid – είτε πρόκειται για μείωση του μεγέθους τους για να προσαρμοστούν στη χαμηλότερη ζήτηση είτε για αλλαγή των επιχειρηματικών μοντέλων τους.

Όσο περισσότερο «απλώνεται» η διάρκεια των προγραμμάτων, τόσο περισσότερο θα καθυστερεί αυτή η προσαρμογή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ιταλία, όπου η κυβέρνηση έχει απαγορεύσει στις εταιρείες να απολύουν εργαζόμενους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα προγάμματα επιδότησης των μισθών των εργαζομένων που τελούν σε αργία ή ημιαργία είναι κακή ιδέα. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις πρέπει να τα συνοδεύσουν με ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας, όπως η επανεκπαίδευση εκείνων που είναι πιθανό να μείνουν άνεργοι.

Στο παρελθόν, αυτοί οι τομείς δαπανών έχουν παραμεληθεί σε χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Η επαναλειτουργία τους μπορεί να μην είναι πολύ εύκολη υπόθεση.

Συμπέρασμα

Η ευρωζώνη αξίζει διπλό χειροκρότημα για τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και τα προγράμματα προστασίας της εργασίας, τα οποία την έχουν βοηθήσει να αντιμετωπίσει την πανδημία καλύτερα από τις ΗΠΑ.

Ωστόσο, πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν δίνει παράταση ζωής σε εταιρείες που έχουν πεθάνει και δεν το ξέρουν. Το πάγωμα στην αγοράς εργασίας έχει νόημα βραχυπρόθεσμα και γλιτώνει πόνο, αλλά δεν είναι μια βιώσιμη μακροπρόθεσμη στρατηγική.