Τεράστιοι εκσκαφείς σκαλίζουν το βραχώδες έδαφος σε αυτή την ελληνική πόλη που κάποτε ανταγωνιζόταν τη Σπάρτη της αρχαίας Ελλάδας, για να πάρουν λιγνίτη – μια μορφή ενέργειας που πλέον βάζει σε κίνδυνο το μέλλον της χώρας.

Ο θρύλος λέει ότι η Μεγαλόπολη ήταν το σημείο όπου ο Δίας συγκρούστηκε με τους Τιτάνες, επειδή το έδαφος εκεί σιγόκαιγε σαν να είχε μόλις χτυπηθεί από τους κεραυνούς του Διός. Η αλήθεια είναι ότι η περιοχή αυτή της νότιας Πελοποννήσου έχει μεγάλο απόθεμα λιγνίτη – υγρής μορφής άνθρακα που αποτελεί τεράστια πηγή ενέργειας η οποία τροφοδοτεί την οικονομία της χώρας.

Ωστόσο, τώρα, στην εποχή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, το κόστος των αδειών για την καύση των πιο ρυπογόνων ορυκτών καυσίμων έχει καταστήσει αυτά τα παλιά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ιδιαίτερα κοστοβόρα.

Η καταχρεωμένη ΔΕΗ θα ξοδέψει μόνο φέτος έως 300 εκατ. ευρώ για να λειτουργήσει αυτά τα εργοστάσια παραγωγής λιγνίτη, ενώ το 2018 είχε ξοδέψει 200 εκατ. ευρώ.

Το δίλημμα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι τόσο μεγάλο ώστε οι Έλληνες αξιωματούχοι αναφέρουν ότι θα κοστίσει λιγότερο στη ΔΕΗ αν πληρώσει τους εργάτες της… για να κάθονται στο σπίτι τους, παρά αν συνεχίσει την παράγωγη σε αυτά τα παλιά εργοστάσια.

Ολα αυτά φέρνουν τη ΔΕΗ σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: αν κλείσει τα εργοστάσια κινδυνεύει να αποστραγγίξει την εύθραυστη οικονομία της ενέργειας, αλλά η χώρα, που ακόμα ανακάμπτει μετά τη δεκαετή κρίση, δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά το κόστος που απαιτείται για την αναδιάρθρωση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

Σε σχέδιο που εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα απαιτηθούν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις ύψους 44 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία, προκειμένου να εκπληρώσει τους κλιματικούς και ενεργειακούς στόχους.

«Η εποχή του λιγνίτη ξεκάθαρα αποτελεί παρελθόν» ανέφερε τη δευτέρα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης στο πλαίσιο της συνεδρίασης του ΟΗΕ στη Μαδρίτη, όπου συγκεντρώθηκαν 15.000 διπλωμάτες και περιβαλλοντολόγοι προκειμένου να συζητήσουν τις απειλές που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή. «Η Ελλάδα μπορεί να γίνει παράδειγμα για το πώς η ενεργειακή μετάβαση και η ανάληψη δράσης για το κλίμα μπορεί να δημιουργήσει “πράσινες” θέσεις εργασίας και βιώσιμη ανάπτυξη», είπε.

Ο νεοκλεγείς πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί να κλείσει και τις 14 λιγνιτικές μονάδες μέχρι το 2028. Τα εργοστάσια αυτά παράγουν το ένα πέμπτο και πλέον της ηλεκτρικής ισχύος της χώρας και είναι κρίσιμης σηασάις για τις τοπικές οικονομίες.

Αν η Ελλάδα ελπίζει να αντικαταστήσει την πλειονότητα των λιγνιτικών assets με ΑΠΕ, όπως επιτάσσουν οι στόχοι για το 2030 – θα χρειαστεί να κάνει μεγάλες επενδύσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συλλέξει το BloombergNEF, από το 2015 έχουν επενδυθεί μόνο 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέδια για καθαρή ενέργεια, σε σύγκριση με τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ τα προηγούμενα πέντε χρόνια.

Στη Μεγαλόπολη, οι κάτοικοι ανησυχούν ότι τα σχέδια για το κλείσιμο της μονάδας μέχρι τον Ιούνιο, θα επιταχύνει τον οικονομικό μαρασμό της περιοχής και παραπονιούνται ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρο σχέδιο για τη συνέχεια.

Ακούγονται προτάσεις όπως η χρήση της διαθέσιμης γης για την καλλιέργεια κάνναβης, μέχρι η παροχή κινήτρων για μετεγκατάσταση εργατών.

Όπως αναφέρει ο 41χρονος εργάτης ορυχείου, Γιώργος Σαφλαγιώρας «η Μεγαλόπολη έχει δώσει το αίμα της για να παρέχει ενέργεια σε αυτή τη χώρα. Πρέπει να μας σεβαστούν υπό τις συνθήκες της νέας εποχής».

Σημάδια παρακμής είναι ήδη ορατά στην πόλη. Περίπου το 60% των καταστημάτων έχουν κατεβάσει ρολά και ένα από τα τέσσερα δημοτικά σχολεία βάζει λουκέτο λόγω έλλειψης μαθητών…

Όσο για τη Δυτική Μακεδονία, που είναι αντιμέτωπη με το κλείσιμο δύο εργοστασίων την επόμενη χρονιά, οι συνέπειες μπορεί να είναι ακόμα χειρότερες, καθώς η απομακρυσμένη περιοχή εκεί δεν έχει τις υποδομές και τα φόντα προκειμένου να προσελκύσει νέες επενδύσεις, όπως αναφέρουν τοπικοί αξιωματούχοι. Όπως αναφέρει η κα. Γεωργία Ζεμπιλιάδου, «είναι ξεκάθαρο ότι αν υπάρξει ένα βίαιο τέλος για τον λιγνίτη, η περιοχή μας θα βρεθεί ενώπιον ενός καταστροφικού Αρμαγεδδώνα».

Την ώρα που οι μέρες του λιγνίτη είναι μετρημένες, η νέα εποχή αγωνίζεται να πάρει μορφή. Η νέα ελληνική κυβέρνηση στοχεύει να διπλασιάσει σχεδόν το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών κατά 35% ως το 2030, έναντι 31% που ήταν ο προηγούμενος στόχος.

Για να φτάσει εκεί, βασίζεται στη ΔΕΗ και στην ικανότητά τη να συνεργαστεί με ξένους επενδυτές. Για να συμβεί όμως αυτό, η εταιρεία που έχασε 353 εκατ. ευρώ το α’ εννεάμηνο του 2019, πρέπει να σταθεροποιηθεί.

Τον Νοέμβριο, η Κομισιόν προειδοποίησε ότι εξακολουθεί να είναι αντιμέτωπη με μακροπρόθεσμους κινδύνους από ληξιπρόθεσμες οφειλές και στρατηγικούς κακοπληρωτές, ενώ ζήτησε ξανά να μειώσει την έκθεσή της στον λιγνίτη.
Επίσης, εκτός του ότι η ΔΕΗ καλύπτειι πάνω από το 50% των ενεργειακών αναγκών της χώρας, είχε και καθαρό χρέος 3,9 δισ.ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου – ενώ πάνω από το 1/3 των χρεών της είναι έναντι των τραπεζών.

Όπως είχε πει ο υπ. Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, «αν καταρρεύσει η ΔΕΗ, θα καταρρεύσουν οι τράπεζες και η ελληνική οικονομία». Το ν/σ που ψηφίστηκε στις 27 Νοεμβρίου προβλέπει μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της, προγράμματα εθελούσιας εξόδου για να μειωθούν τα κόστη καθώς και σχέδια για τη μείωση της εξάρτησης από τον λιγνίτη.

Για τις κοινότητες που θα πληρώσουν το τίμημα από την αλλαγή, η κυβέρνηση σχεδιάζει να δαπανήσει 130 εκατομμύρια ευρώ για να βοηθήσει αυτή τη μετάβαση. Το κράτος θα παράσχει φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα και θα βοηθήσει στην επανεκπαίδευση των εργαζομένων. Αλλά αυτό που νοιώθουν οι κάτοικοι της Μεγαλόπολης είναι όπως λένε ότι γίνονται «πολύ λίγα και πολυ αργά».

«Ανησυχώ για τους γονείς μου, καθώς ο πατέρας μου είναι υπάλληλος της ΔΕΗ», αναφέρει η 19χρονη φοιτήτρια Αγγελική Τσιδώνη. «Η μετάβαση από το εργοστάσιο σε άλλο είδος απασχόλησης θα πάρει χρόνο. Δεν ξέρω ακόμα αν θα επιστρέψω εδώ, όταν ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην Αθήνα».