Ένα μήνα μετά την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την ΕΕ τα πρώτα σημάδια του Brexit έχουν αρχίσει πλέον να γίνονται ορατά στην βρετανική οικονομία καθώς οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές και οι επενδυτές εμφανίζονται συγκρατημένοι μπροστά στο επικείμενο «διαζύγιο».

Η στερλίνα διαπραγματεύεται σε χαμηλά τριάντα ετών έναντι του δολαρίου ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη στη Βρετανία βρίσκεται σε χαμηλά 21 ετών. O δείκτης επιχειρηματικού κλίματος βυθίστηκε σε χαμηλά τεσσάρων ετών.

Πάνω από τα τέσσερα πέμπτα των 132 οικονομικών διευθυντών σε εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου που ρωτήθηκαν από την Deloitte ανέφεραν ότι σχεδιάζουν μείωση των κεφαλαιουχικών δαπανών και μείωση των προσλήψεων κατά το επόμενο έτος. Για παράδειγμα, η British Airways είναι μεταξύ εκείνων των εταιρειών που έχουν προειδοποιήσει για τα κέρδη τους μετά το δημοψήφισμα.

Σχεδόν τα τρία τέταρτα των οικονομολόγων που ρωτήθηκαν από το Bloomberg προβλέπουν ότι η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα βρεθεί σύντομα σε ύφεση.

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, εξαιτίας της πτώσης που έχει καταγράψει η στερλίνα το γαλλικό ΑΕΠ έχει ήδη ξεπεράσει το βρετανικό ΑΕΠ.

«Ανησυχούμε για τις εταιρείες που θέτουν σε αναμονή τα επενδυτικά τους σχέδια» επισήμανε η Elga Bartsch, συν-επικεφαλής της παγκόσμιας οικονομίας της Morgan Stanley.

Ορισμένα μέλη από το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα αλλά και άλλοι Ευρωπαίοι θέλουν ένα γρήγορο διαζύγιο με την ΕΕ. Ωστόσο, η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι δεν είναι υπέρ μιας τέτοιας απόφασης. Η απόφασή της αυτή όμως μπορεί να αποδειχτεί και σοφή, σχολιάζει το Bloomberg.

Αρχικά, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει διαπραγματευθεί μια εμπορική συμφωνία από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που η βρετανική κυβέρνηση αγωνίζεται να προσλάβει από το τέλος του έτους 300 δικηγόρους, τραπεζίτες, συμβούλους διαχείρισης, και άλλους σχετικούς με το ζήτημα προκειμένου να κερδίσει μαι καλή προσφορά με την ΕΕ.

Επίσης, τόσο οι ΗΠΑ όσο και ο Καναδάς έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους να δώσουν προτεραιότητα στις εμπορικές συμφωνίες με την ΕΕ και συγκεκριμένα με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι δήλωσε σε συνέντευξή του ότι θα ήταν «φυσικώς αδύνατο» να υπάρξει ένα σύμφωνο με το Ηνωμένο Βασίλειο, μέχρι να βγει και επίσημα από την ΕΕ.

Το μέλλον της βρετανικής οικονομίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση και τις απαιτήσεις των δύο πλευρών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Θα υπερισχύσουν τα κοινά συμφέροντα τελικά, είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που τίθονται.

Για παράδειγμα, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ μπορεί να είναι πρόθυμη να στηρίξει μια συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο ώστε να έχει πρόσβαση στην καταναλωτική αγορά της Ευρώπης, αν αυτό φυσικά σημαίνει πως η χώρας της θα εξακολουθεί να μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από 800.000 αυτοκίνητα το χρόνο σε όλη τη Βόρεια Θάλασσα αφορολόγητα.

Επίσης, ένα από τα μεγαλύτερα σημεία τριβής θα είναι ο τομέας της εργασίας.

Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η πτώση της στερλίνας θα μπορούσε να δημιουργήσει ευκαιρίες για το Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως στον τομέα των εξαγωγών αλλά και στον τουριστικό τομέα, επισημαίνει το Bloomberg. Θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει ένα κύμα εξαγορών από ξένες εταιρείες. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να εξηγούν γιατί, παρά τις οικονομικές ανησυχίες, ο δείκτης FTSE 100 εξακολουθεί να καταγράφει άνοδο 9% από την ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος.