Με την οικονομία της Ευρωζώνης αντιμέτωπη με τη χειρότερη ύφεση στη μεταπολεμική ιστορία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πατάει γκάζι και στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας θα αυξήσει το μέγεθος του έκτακτου QE σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων στο Bloomberg.

Η ΕΚΤ θα επωμιστεί το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της συγκράτησης του εθνικού κόστους δανεισμού των χωρών Σχεδόν τρεις στους τέσσερις ερωτηθέντες δήλωσαν ότι το έκτακτο QE της ΕΚΤ θα αυξηθεί στην επόμενη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ. Η πλειοψηφία αναμένει αύξηση 500 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανεβάζει το συνολικό πακέτο σε 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ.

Η αύξηση αυτή θα ενισχύσει τον βασικό ρόλο της ΕΚΤ στην ανοικοδόμηση της οικονομίας των 19 μελών της ευρωζώνης και θα αμβλύνει τις ανησυχίες που πυροδότησε η πρόσφατη αμφιλεγόμενη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για περιορισμό του πεδίου δράσης των υπευθύνων χάραξης της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα διατηρήσει επίσης σε ελεγχόμενα επίπεδα του κόστους δανεισμού, την ώρα που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επεξεργάζονται τις λεπτομέρειες ενός φιλόδοξου κοινού δημοσιονομικού σχεδίου, που πρότεινε η Κομισιόν.

Ο Claus Vistesen, επικεφαλής οικονομολόγος της ευρωζώνης στο Pantheon Macroeconomics λέει: «Η ΕΚΤ θα το χρησιμοποιήσει για να αυξήσει περαιτέρω τις αγορές και θα δεσμευτεί για παράταση μετά τον Δεκέμβριο του 2020.»Οι περισσότεροι ερωτηθέντες αναμένουν ότι το πρόγραμμα θα παραταθεί πέρα από το τέλος του έτους, «Το γεγονός ότι το PEPP θα εξαντληθεί έως τον Οκτώβριο, τουλάχιστον με τον τρέχοντα ρυθμό του, θα μπορούσε γρήγορα να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη κερδοσκοπία στις χρηματοπιστωτικές αγορές», δήλωσε ο Carsten Brzeski, οικονομολόγος της ING στη Φρανκφούρτη.

Η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων αναμένει ότι το βασικό επιτόκιο – επί του παρόντος μείον 0,5% – θα διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Οι αγορές χρεογράφων προβλέπεται να συνεχίσουν με τον ίδιο ρυθμό των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ το μήνα. Παράλληλα, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν συζητήσει την ανάγκη να άρουν τον περιορισμό που συνδέει τις αγορές ομολόγων με το μέγεθος των οικονομιών της Ζώνης του Ευρώ.